Η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος- Η Αγία Μεγαλομάρτυς Μαρίνα- Η Αγία Βερονίκη

Η Δ’ Οικουμενική Σύνοδος συνεκλήθη στην Χαλκηδόνα, με απόφαση των Αυτοκρατόρων Μαρκιανού και Πουλχερίας, το 451 μ.Χ., με την προεδρεία του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ανατολίου και των αντιπροσώπων του Πάπα Ρώμης Λέοντος. Η Σύνοδος αυτή αποδέχθηκε την απόφαση της Γ’ Οικουμενικής Συνόδου και ακολουθώντας τους προηγουμένους Πατέρες, αποφάσισε ότι οι Ορθόδοξοι ομολογούμε ότι ένα είναι το πρόσωπο και μία είναι η υπόσταση του Λόγου, «εν δύο φύσεσιν ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως γνωριζομένη» και ότι πουθενά δεν αναιρείται η διαφορά των φύσεων λόγω της ενώσεως, αλλά σώζεται η ιδιότητα κάθε φύσεως για την ενότητα στο ένα πρόσωπο-υπόσταση του Λόγου.

Όλο αυτό το θέμα μπορεί να φαίνεται φιλοσοφικό, που δεν έχει σχέση με την θεολογία της Εκκλησίας, αλλά αυτό δεν ισχύει για τους εξής λόγους.

Οι Πατέρες της Εκκλησίας με την μελέτη της Αγίας Γραφής, Παλαιάς και Νέας Διαθήκης, ιδίως με την Αποκάλυψη του Χριστού στους Αποστόλους, γνώριζαν ότι ο Χριστός είναι αληθινός Θεός, ο οποίος ενηνθρώπησε για να νικήση τον θάνατο, την αμαρτία και τον διάβολο. Στον Ιορδάνη ποταμό φανερώθηκε η ύπαρξη της Αγίας Τριάδος. Στο Όρος Θαβώρ έλαμψε το πρόσωπο του Χριστού όπως ο ήλιος και τα ιμάτιά Του έγιναν λευκά όπως το φως. Επίσης, η φωτεινή νεφέλη εκάλυψε τους Μαθητές και ακούσθηκε η φωνή του Πατρός. Αυτό το Φως δεν ήταν κτιστό, αλλά θείο, άκτιστο, ήταν το Φως της θεότητος. Στον Χριστό υπήρχε η ανθρώπινη φύση (ψυχή, σώμα), αλλά από μέσα εξερχόταν και η λάμψη της θεότητος. Αυτό το Φως δεν ήταν μία άλλη φύση, αλλά η θεία φύση που ήταν ενωμένη με την ανθρώπινη φύση στον Χριστό. Έτσι, φανερώθηκε η θεότητα του Χριστού χωρίς να καταργήται η ανθρώπινη φύση. Αυτό έκανε τους Πατέρες να πούν ότι οι δύο φύσεις –θεία και ανθρωπίνη– ενεργούν στην υπόσταση-πρόσωπο του Λόγου «ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως».

Αυτήν την εμπειρία την είχαν πολλοί Πατέρες της Εκκλησίας, όπως το βλέπουμε καθαρά στον Μέγα Βασίλειο και τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο και σε πολλούς μεταγενέστερους Πατέρες, όπως τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο, τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά και άλλους. Και γι’ αυτό όλοι οι Πατέρες έχουν ταυτότητα εμπειρίας και πίστεως με τους Προφήτες και τους Αποστόλους.

Έπειτα, αυτήν την διατύπωση δεν την έκαναν για να φιλοσοφήσουν λογικά για τον Χριστό, διότι αυτό το μυστήριο δεν μπορεί να κατανοηθή λογικά, ούτε το έκαναν για να αναπτύξουν την φιλοσοφία, αλλά το έκαναν για να απαντήσουν στους αιρετικούς της εποχής τους, οι οποίοι φιλοσοφούσαν. Έτσι, οι αιρετικοί θεολόγοι προσπαθούσαν να κατανοήσουν αυτό το μυστήριο με τους όρους της φιλοσοφίας, ενώ οι Πατέρες χρησιμοποίησαν μερικούς όρους, όπως ουσία, φύση, πρόσωπο, υπόσταση, για να απαντήσουν στους αιρετικούς θεολόγους και να αποδομήσουν τον φιλοσοφικό τρόπο σκέψεώς τους.

Αυτό σημαίνει ότι το δόγμα, όπως λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, είναι η φανέρωση-αποκάλυψη του Λόγου του Θεού στους Προφήτες στην Παλαιά Διαθήκη ασάρκως και στους Αποστόλους στην Καινή Διαθήκη εν σαρκί. Αντίθετα, οι όροι είναι οι λέξεις, είναι ρήματα, που χρησιμοποίησαν οι Πατέρες για να διαφυλάξουν το δόγμα, την αποκάλυψη του Υιού και Λόγου του Θεού. Γι’ αυτό οι όροι δηλώνουν τα όρια μεταξύ αληθείας και πλάνης.

Τις αποφάσεις της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου, όπως και των άλλων Οικουμενικών Συνόδων, η Εκκλησία τις έκανε τροπάρια, τα οποία ψάλλουμε στην Εκκλησία, και γίνονται προσευχή, οπότε συνδέονται στενά το δόγμα, οι όροι των Οικουμενικών Συνόδων με την λατρεία της Εκκλησίας. Αυτό δείχνει την μεγάλη αξία της λατρείας, μέσα στην οποία ομολογούμε και ζούμε τον Θεάνθρωπο Χριστό

Η ΑΓΙΑ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΜΑΡΙΝΑ:

ΗΑγία Μαρίνα Αγία Μαρίνα γεννήθηκε στην Αντιόχεια της Πισιδίας, στα χρόνια του αυτοκράτορα Κλαυδίου του Β’, το 270 μ.Χ. Λίγες μέρες μετά τη γέννησή της, η μητέρα της πέθανε, και ο πατέρας της Αιδέσιος, που ήταν Ιερέας των ειδώλων, την ανέθεσε σε μια χριστιανή γυναίκα, από την οποία η Μαρίνα διδάχθηκε το Χριστό. Όταν έγινε 15 χρονών, αποκαλύπτει στον πατέρα της ότι είναι χριστιανή. Έκπληκτος αυτός απ’ αυτό που άκουσε, με μίσος τη διέγραψε από παιδί του. 
Μετά από καιρό, έμαθε για τη Μαρίνα και ο έπαρχος Ολύμβριος, που διέταξε να τη συλλάβουν για ανάκριση. Όταν την είδε μπροστά του, θαύμασε την ομορφιά της και προσπάθησε να την πείσει με κάθε τρόπο να αρνηθεί το Χριστό και να γίνει σύζυγος του. Μάταια, όμως. Η Αγία Μαρίνα σε κάθε προσπάθεια του Ολυμβρίου αντέτασσε τη φράση: «Είμαι χριστιανή». Τότε ο σκληρός έπαρχος διέταξε να την ξαπλώσουν στη γη, και την καταξέσχισε άσπλαχνα με ραβδιά τόσο, ώστε η γη έγινε κόκκινη από το αίμα που έτρεξε. Έπειτα, ενώ αιμορραγούσε, την κρέμασε για πολλή ώρα και μετά τη φυλάκισε. 

Μέσα στην φυλακή μάλιστα συνέβη το εξής: ο διάβολος μεταμορφωμένος σε άγριο δράκοντα, προσπάθησε να κάνει την αγία να φοβηθεί. Αυτή όμως προσευχήθηκε στον Θεό και αμέσως ο δράκοντας άλλαξε μορφή και έγινε ένας μαύρος σκύλος και τότε η αγία άρπαξε ένα σφυρί και χτυπώντας τον στο κεφάλι και την ράχη τον ταπείνωσε. 
Όταν για δεύτερη φορά την εξέτασε και διαπίστωσε ότι η πίστη της Αγίας Μαρίνας ήταν αμετακίνητη στο Χριστό, την έκαψε με αναμμένες λαμπάδες. Αλλά οι πληγές της με θαύμα έκλεισαν, και αυτό είχε σαν αποτέλεσμα πολλοί παρευρισκόμενοι να γίνουν χριστιανοί. Μπροστά σ’ αύτόν τον κίνδυνο ο έπαρχος τελικά αποκεφάλισε τη Μαρίνα, που έτσι πήρε το άφθαρτο στεφάνι της αιώνιας δόξας. 
Tα άγια λείψανα της φυλάγονταν στην Κωνσταντινούπολη μέχρι την πρώτη άλωση της από τους Λατίνους, το 1204 μ.Χ., ενώ σύμφωνα με άλλες πηγές βρίσκονταν μέχρι το 908 μ.Χ. στην Αντιόχεια και στην συνέχεια μεταφέρθηκαν στην Ιταλία. Σήμερα, τα άγια λείψανα της Αγίας Μαρίνας, φυλάγονται στην Αθήνα, σε ναό που φέρει το όνομα της ενώ η χείρα της έχει μεταφερθεί στη Μονή Βατοπεδίου στο Άγιο Όρος.

Η Αγία Βερονίκη η αιμορροούσα

Καταγόταν από την πόλη Πανεάδα, γνωστότερη ως Καισάρεια του Φιλίππου, τα ερείπια της οποίας βρίσκονται σήμερα στα υψίπεδα του Γκολάν.
Όταν τη γιάτρεψε ο Κύριος από την ασθένεια της αιμορραγίας, αυτή για να Τον ευχαριστήσει, φιλοτέχνησε τον ανδριάντα Του και τον έστησε μπροστά στο σπίτι της για να προσκυνείται απ’ όλους. Μάλιστα στη βάση του ανδριάντα, φύτρωσε βότανο που θεράπευε διάφορες ασθένειες. Αργότερα η Βερονίκη έγινε μέλος της πρώτης Εκκλησίας, και αφού έζησε αγία ζωή, ειρηνικά παρέδωσε το πνεύμα της.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει