Η υπαρξιακή χαρά στο θεολογικό λόγο

 (Αρχιμανδρίτου Κυρίλλου Κωστοπούλου,Ιεροκήρυκος  Ι. Μ. Πατρών)

Η επιστροφή στην θεοποίηση της λογικής είναι ένα χαρακτηριστικό της σύγχρονης εποχής. Τα εντυπωσιακά  τεχνολογικά της επιτεύγματα κρύβουν έκπληξη και φόβο για το μέλλον της ανθρωπότητας. Εκείνο, το οποίο σπανίζει ή και πολλάκις ελλείπει, είναι η υπαρξιακή χαρά.

Ο Δυτικός «πουριτανισμός» πρόβαλε έναν «νόθο» Χριστό και μία «νόθα» χριστιανική ζωή, μακριά από το «πάντοτε χαίρετε» (Α´ Θεσ. Ε´, 17). Αναζητεί ο σημερινός άνθρωπος την χαρά, την «όντως» χαρά και δεν την βρίσκει.

Πρέπει, όμως, να κατανοήσουμε ότι η χαρά, ως το υπέρτατο συναίσθημα του ανθρώπου, δεν είναι δυνατόν να υπάρξει και να εκφρασθεί αφ’ ενός έξω από τον χώρο του «είναι» του, αφ’ ετέρου χωρίς την δυναμική αναφορά προς το έτερο.

Έτσι προϋπόθεση της χαράς είναι η πνευματική κατάσταση του υποκειμένου και η θετική στάση του προς το αντικείμενο. Τότε η ύπαρξη της χαράς είναι βεβαία. Ο Ιερός Χρυσόστομος λέγει χαρακτηριστικά: «Ο εν τω Θεώ ών, αεί χαίρει. Καν τε θλίβηται, καν οτιούν πάσχη αεί χαίρει ο τοιούτος» (Ιωάν. Χρυστοστ. ΕΠΕ, 22, 30, Θεσ/νίκη 1983).

Πολλοί διερωτώνται: ο Θεός χαίρεται; Διαβάζουμε στον Ησαΐα: «και έσται ον τρόπον ευφρανθήσεται νυμφίος επί νύμφη, ούτως ευφρανθήσεται Κύριος επί σοι» (Ησ. ΞΒ´, 5). Για τον λόγο αυτόν ο Θεός επιθυμεί να ευφραίνεται και να χαίρει το δημιούργημά Του, ώστε να ενοποιείται, ερχόμενο σε κοινωνία μετά του Θεού Δημιουργού του. «Εγώ δε εν τω Κυρίω αγαλλιάσομαι, χαρήσομαι επί τω Θεώ τω σωτήρι μου» (Αββ. Γ´, 18).

Αυτή η προσωπική, κοινωνική και εσχατολογική διάσταση της χαράς εισέρχεται πλέον στην ζωή της ανθρωπότητας ως ιστορικό γίγνεσθαι στο Πρόσωπο του Θεανθρώπου Κυρίου. Η επανεύρεση του «απολωλότος» προβάτου, η επανασύνδεσή του μετά του Αρχιποίμενος Χριστού γίνεται αιτία προσωπικής και κοινωνικής χαράς. «Συγχάρητέ μοι ότι εύρον το πρόβατόν μου το απολωλός» (Λουκ. ΙΕ´, 6).

Οι Ωδές της Θεοτόκου και του Ζαχαρίου επιβεβαιώνουν το χαρμόσυνο γεγονός της λυτρώσεως και σωτηρίας του ανθρώπου: «Μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριον και ηγαλλίασε το πνεύμα μου επί τω Θεώ τω σωτήρι μου… Ευλογητός Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ, ότι επεσκέψατο και εποίησε λύτρωσιν τω λαώ αυτού» (Λουκ. Α´, 46 και 68).

Ο Θεάνθρωπος Κύριος είναι η πηγή της χαράς. Η Ανάστασή Του και το Πάθος Του, εκτός του φόβου, με την έννοια του σεβασμού, του δέους, προκαλούν και χαρά μεγάλη. «Και εξελθούσαι ταχύ από του μνημείου μετά φόβου και χαράς μεγάλης» (Ματθ. ΚΗ´, 8) και ακόμη «και τούτο ειπών έδειξε αυτοίς τας χείρας και την πλευράν αυτού. Εχάρησαν ουν οι μαθηταί ιδόντες τον Κύριον» (Ιωάν. Κ´, 20).

Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο η υπαρξιακή μίμηση του πόνου και του Πάθους του Χριστού ολοκληρώνεται με την υπαρξιακή χαρά. «Πάσαν χαράν ηγήσασθε, όταν πειρασμοίς περιπέσητε ποικίλοις» (Ιάκ. Α´, 2), μας λέγει ο Ιάκωβος ο Αδελφόθεος. Και τούτο γιατί ο αγώνας «εν Χριστώ» και «διά τον Χριστόν» συνεπάγεται πειρασμούς και θλίψεις. Ο Απόστολος Πέτρος λέγει χαρακτηριστικά: «Εν τω αγαλλιάσθε, ολίγον άρτι, ει δέον εστι, λυπηθέντες εν ποικίλοις πειρασμοίς, ίνα το δοκίμιον υμών της πίστεως πολυτιμότερον χρυσίου του απολλυμένου…» (Α´ Πέτ., 6).

Η «εν Χριστώ» χαρά είναι αναφαίρετη. Τίποτε δεν είναι ικανό στον κόσμο αυτό να μας την αφαιρέση. Άλλωστε, ο Ίδιος ο Κύριος μας το υπεσχέθη: «…και την χαράν υμών ουδείς αίρει αφ’ υμών» (Ιωάν. ΙΣΤ´, 23).

Ο Μέγας Βασίλειος απαριθμεί τους λόγους, για τους οποίους πρέπει ο άνθρωπος να χαίρει: «… αι αφορμαί του χαίρειν ευλόγως… ημίν πρόκειται α. παρήχθημεν εις το είναι μη όντες, β. δια του λόγου και του νοός καταμανθάνομεν τα κάλλη της κτίσεως, γ. διακριτικοί εσμέν του αγαθού και του χείρονος. δ. αλλοτριωθέντες Θεού δια της αμαρτίας, πάλιν εις οικειότητα ανεκλήθημεν δια της μετανοίας, ε. αναστάσεως ελπίδες, αγγελικών αγαθών απολαύσεις, η εν ουρανοίς Βασιλεία…» (ΕΠΕ, 6, 84, Θεσ/νίκη 1973).

Για τον λόγο αυτό ο Απόστολος των Εθνών Παύλος, γράφοντας στους Φιλιππησίους, τους παροτρύνει: «Χαίρετε εν Κυρίω πάντοτε, πάλιν ερώ, χαίρετε…» (Δ´, 4).

Δυστυχώς, ο σημερινός άνθρωπος και ειδικότερα ο σημερινός νέος και η νέα που ζει τον απέλπιδα ατομισμό του, μακράν της κοινωνίας μετά του Δημιουργού του και του συνανθρώπου του, προσπαθεί, χωρίς ιδανικά και οράματα, να χαρεί μέσα στον χώρο των ψευτο-ευχαριστήσεων της καταναλώσεως, των ναρκωτικών και της ικανοποιήσεως των παθών.

Η χαρά, όμως, το σκίρτημα αυτό της ψυχής, κατά τον Μέγα Βασίλειο, είναι ένα υπαρξιακό γεγονός της ζωής. Κι αυτό το γεγονός είναι καρπός του Παναγίου Πνεύματος: «ο δε καρπός του πνεύματός εστίν αγάπη, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία…» (Γαλ. Ε´, 22). Εάν κατανοήσουμε αυτή την αιώνια αλήθεια, τότε θα χαρούμε πραγματικά.

 

Συνεχίστε την ανάγνωση

ΜΗΝΥΜΑ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΜΑΘΗΤΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΟΡΤΗ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ

minma

Στίς 30 Ἰανουαρίου τιμᾶμε, ὅπως κάθε χρόνο, τούς Τρεῖς Ἱεράρχες, δηλαδή τόν Μέγα Βασίλειο, Ἀρχιεπίσκοπο Καισαρείας, τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο, Ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως, καί τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο, Ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως.

Ἀπό τόν 11ο μ.Χ. αἰώνα ἔχει καθιερωθεῖ ὁ κοινός ἑορτασμός τους τήν 30ή Ἰανουαρίου γιά νά προβάλλεται ὁ συνδυασμός χριστιανικῆς θεολογίας καί ἑλληνικῶν γραμμάτων, πνευματικῆς ζωῆς καί κοινωνικῆς δράσης, τόν ὁποῖον ἐπέτυχαν.

Ὁ πρῶτος ἑορτασμός τους ὡς Προστατῶν τῆς Παιδείας ἔγινε τό 1826 στήν Κέρκυρα, στήν Ἰόνιο Ἀκαδημία, τήν πρώτη πανεπιστημιακοῦ ἐπιπέδου ἑλληνική σχολή στήν ἱστορία τῆς νεοελληνικῆς ἐκπαίδευσης. Στό ἐλεύθερο Ἑλληνικό Κράτος τιμῶνται ἀπό τό 1842 ὡς Προστάτες τῶν Γραμμάτων, τῶν διδασκόντων καί τῶν μαθητῶν.

Ἡ Ἑλληνορθόδοξη Παιδεία, τήν ὁποία καλλιέργησαν οἱ τρεῖς αὐτοί ἅγιοι Ἱεράρχες καί διδάσκαλοι, παραμένει καί σήμερα ἐπίκαιρη, διότι προσφέρει πρότυπα στούς νέους. Ἡ πνευματική κρίση τῆς ἐποχῆς μας ὀφείλεται κυρίως στήν ἔλλειψη προτύπων ἤ μᾶλλον στήν προβολή λανθασμένων προτύπων. Οἱ νέοι διψᾶτε γιά ἀγῶνες πού ὁδηγοῦν σέ ἕναν καλύτερο κόσμο καί θέλετε ἀπό ἐμᾶς τούς μεγαλύτερους νά σᾶς δώσουμε τά κατάλληλα ἐφόδια.

Ὅταν, ὅμως, ἐμεῖς δέν ἀνταποκρινόμαστε ἐπαρκῶς σ’ αὐτήν τήν προσδοκία, τότε ὅλοι δρέπουμε τούς πικρούς καρπούς. Παρατηροῦμε ἀντικοινωνική συμπεριφορά ἀπό νέους καί νέες, βλέπουμε περιστατικά βίας μεταξύ συμμαθητῶν, θλιβόμαστε γιά φαινόμενα ἀσέβειας πρός τούς διδάσκοντες.

Συνεχίστε την ανάγνωση

 ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ 2023 *   ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ 421Η Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου μας κ.κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

Χ Ρ Υ Σ Ο Σ Τ Ο Μ ΟΣ ΕΛΕῼ ΘΕΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ 

ΤΗΣ ΑΓΙΩΤΑΤΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ 

ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΠΑΤΡΩΝ

 

===============

 

Πρός

τό Χριστεπώνυμον Πλήρωμα

τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πατρῶν

Ἀδελφοί μου,

            Ἓνας καινούργιος χρόνος ἢδη ἀνέτειλε καί ὃλοι μας κινούμεθα μέσα σέ  κλῖμα ἑορταστικό.

            Ἡ προσμονή καί ἡ ἐλπίδα γιά καλύτερες ἡμέρες κατά τό νέον ἒτος, εἶναι βαθυκάρδιος πόθος καί γίνεται ὁλόθυμη εὐχή, τήν ὁποίαν ἐκφράζομε ὃλοι μας.

            Μέσα ὃμως σ’ αὐτό τό ἑορταστικό κλῖμα φοβοῦμαι ὃτι
ὑπάρχει πολύς συναισθηματισμός καί ἲσως πολύ ὀλίγος ρεαλισμός.

            Ὁ χρόνος ρέει, ἀδυσώπητος καί παρασύρει σ’ αὐτόν τόν ροῦν καί τήν ἰδική μας ζωή. Ἑκόντες-ἂκοντες ἀκολουθοῦμε ταχύτατα τήν ροή τοῦ χρόνου, ὡς νά εἲμεθα μέσα σέ ἓνα ὂχημα, πού ἀφήνει πολύ γρήγορα πίσω του, τοπία καί καταστάσεις.

            Καί ὃμως, αὐτός ὁ χρόνος πού τρέχει τόσο γρήγορα, εἶναι τό δῶρο τοῦ Θεοῦ σέ μᾶς, ὣστε νά ἀπολαμβάνωμε τά θεῖα δωρήματά του καί νά ἀξιοποιοῦμε τίς ἡμέρες του, ἢ τί λέγω τήν κάθε στιγμή του. Εἶναι ἀδιανόητο νά ἀφήνωμε ἀναξιοποίητο τόν χρόνο τῆς ζωῆς μας. Ὣσπου νά κλείσωμε ἀδελφοί μου τά μάτια μας καί νά τά ἀνοίξωμε ἒχουν περάσει τά χρόνια μας. Τήν βρεφική ἡλικία τήν διαδέχεται ἡ παιδική καί ἑκείνην ἡ ἐφηβική, ὣστε νά ἐπέλθῃ ἡ νεότης καί ὁ ἂνθρωπος  νά φανῇ μεσήλικας καί ἢδη ἒγινε γέρων μέ λευκασμένη τήν κεφαλή.

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὡραιότατα μᾶς διδάσκει: «Βλέπετε οὖν πῶς ἀκριβῶς περιπατεῖτε, μή ὡς ἂσοφοι, ἀλλ’ ὡς σοφοί, ἐξαγοραζόμενοι τόν καιρόν, ὃτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσίν». (Ἐφεσ. 5, 15-17)Σύμφωνα μέ τόν οὐρανοβάμονα Ἀπόστολο, ὁ χρόνος εἶναι ὁ καιρός πού μᾶς προσφέρεται προκειμένου νά ὡριμάσωμε πνευματικά καί νά ἐπιτύχωμε σέ ὃ,τι ἒχομε θέσει ὡς σκοπόν στή ζωή μας, βεβαίως πάντοτε σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Γιά τόν Ἀπόστολο Παῦλο, τήν πρώτη σημασία καί ἀξία ἒχει ἡ πνευματική μας ὡριμότητα καί τελείωση. Γι’αὐτό καί παραγγέλλει : «Μέχρι καταντήσωμεν οἱ πάντες εἰς ἑνότητα τῆς πίστεως, καί τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, εἰς ἂνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ». (Ἐφεσ, 4,13).

Συνεχίστε την ανάγνωση

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ  ΣΕΒ. ΜΗΤΡ.ΠΑΤΡΩΝ Κ.Κ.ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ  



Χ Ρ Υ Σ Ο Σ Τ Ο Μ Ο Σ
ΕΛΕῼ ΘΕΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΤΗΣ ΑΓΙΩΤΑΤΗΣ
ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΠΑΤΡΩΝ
Πρός
τό Χριστεπώνυμον Πλήρωμα
τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πατρῶν

           

Παιδιά μου εὐλογημένα,

Γιά μιά ἀκόμη φορά, μᾶς ἀξίωσε ὁ Θεός, νά ἑορτάσωμε τήν λαμπρά καί μεγάλη ἑορτή τῶν Χριστουγέννων, τήν Μητρόπολη τῶν ἑορτῶν, ὡς τήν ὀνομάζει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος καί νά ἀκούσωμε μέ τά ὦτα, οὐχί μόνον τά σωματικά, ἀλλά καί ἐκεῖνα τῆς ψυχῆς, τόν ὓμνον τῆς οὐρανίoυ ἀγγελικῆς χοροστασίας, «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καί ἐπί γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία».

Ὁ οὐράνιος καί ἀγγελικός αὐτός ὓμνος, ἐδόνησε τόν σύμπαντα κόσμον, τήν δημιουργία τοῦ Θεοῦ σύμπασαν, ὡς δοξολογία καί αἶνος πρός στόν ἐνανθρωπήσαντα Κύριο καί ὡς σάλπισμα τῆς χαρμοσύνου πανηγύρεως ἐπί τῆς γῆς, γιά τήν καταλλαγή τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό, τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν συνάνθρωπο καί τοῦ ἀνθρώπου μέ τά λοιπά τοῦ Θεοῦ δημιουργήματα.

Ἡ διασαλευθεῖσα, ἓνεκα τῆς παρακοῆς, ἑνότης, ἀλλά καί ἡ εἰρήνη καί ἡ εὐφροσύνη, ἀποκαθίστανται μέ τήν κένωση τοῦ Θεοῦ, τήν ἑκούσια δηλαδή πτωχεία Του καί τήν ἐπί γῆς θυσιαστική παρουσία Του.

Ἀλλ΄ ὃμως, ἐνῶ οἱ Ἂγγελοι γιά μιά ἀκόμη φορά σαλπίζουν τόν ὓμνο τῆς χαρᾶς, τῆς εἰρήνης καί τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων, οἱ ἐπί γῆς οἰκοῦντες, ἀδιαφοροῦν γιά τό μήνυμα, κωφεύουν γιά τόν εὐφρόσυνο πανηγυρισμό, ὁδηγοῦνται εἰς πράξεις πολέμου καί βίας, βάφουν μέ αἷμα τήν γῆ τῆς δεσποτείας τοῦ Κυρίου καί ἀσεβοῦν εἰς αὐτό τό προσκλητήριο τῆς ἀγάπης καί τῆς εἰρήνης.

Ἡ λαμπρά καί ὑπερκόσμιος πανήγυρις, εὑρίσκει δυστυχῶς ἓνα κόσμον, ὁ ὁποῖος ἒχει εἰδωλοποιήσει τόν ἑαυτό του, θεωρεῖ ὃτι αὐτός ἐξουσιάζει τά σύμπαντα, υἱοθετεῖ τό ἀνήθικον ὡς ἠθικόν, τό παράλογον ὡς λογικό, τό παράξενο καί παράδοξον ὡς φυσιολογικό, τήν πολυποίκιλη ἁμαρτία ὡς δικαιωματισμό, τόν πόλεμο ὡς ὑποχρέωση ἂφρονος ἐπιβολῆς καί καταστροφικοῦ  ἐπεκτατισμοῦ, τήν γυναῖκα καί γενικά τό πρόσωπο τοῦ ἂλλου ὡς ἀντικείμενο ἡδονῆς ἢ ποικίλης συμφεροντολογικῆς ἐκμεταλλεύσεως, τό παιδί ὡς ἀποκλειστικό δικό του δημιούργημα καί ἰδιοκτησία καί οὐχί ὡς δῶρον τοῦ Θεοῦ.

Συνεχίστε την ανάγνωση