Η Δ’ Οικουμενική Σύνοδος συνεκλήθη στην Χαλκηδόνα, με απόφαση των Αυτοκρατόρων Μαρκιανού και Πουλχερίας, το 451 μ.Χ., με την προεδρεία του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ανατολίου και των αντιπροσώπων του Πάπα Ρώμης Λέοντος. Η Σύνοδος αυτή αποδέχθηκε την απόφαση της Γ’ Οικουμενικής Συνόδου και ακολουθώντας τους προηγουμένους Πατέρες, αποφάσισε ότι οι Ορθόδοξοι ομολογούμε ότι ένα είναι το πρόσωπο και μία είναι η υπόσταση του Λόγου, «εν δύο φύσεσιν ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως γνωριζομένη» και ότι πουθενά δεν αναιρείται η διαφορά των φύσεων λόγω της ενώσεως, αλλά σώζεται η ιδιότητα κάθε φύσεως για την ενότητα στο ένα πρόσωπο-υπόσταση του Λόγου.
Όλο αυτό το θέμα μπορεί να φαίνεται φιλοσοφικό, που δεν έχει σχέση με την θεολογία της Εκκλησίας, αλλά αυτό δεν ισχύει για τους εξής λόγους.