Θωμάς Μαφρέδας, Θεολόγος (MTh) – Υ/Δ Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής
‘Ένα αρκετά σημαντικό ζήτημα στην εορτολογική έρευνα, είναι η προσπάθεια για την εύρεση των απαραίτητων πηγών που οδηγούν στην κατανόηση των λόγων για τους οποίους η εκκλησία, ως διοίκηση και ως λειτουργικό σώμα αποφασίζει και τελικά προκρίνει την διαμόρφωση μιας εορτής, είτε δεσποτικής, είτε θεομητορικής, είτε αγιολογικής.
Στην παρούσα μελέτη, γίνεται μια προσπάθεια για να διερευνηθούν, όχι τόσο οι λόγοι, όσο τα προκαταρκτικά στάδια που οδήγησαν στην οριστική διαμόρφωση της εορτής της Υπαπαντής, κατά τον 4ο αιώνα, με αφετηρία την πατερική γραμματεία των τριών πρώτων αιώνων, παρόλο που οι σχετικές αναφορές είναι από ελάχιστες έως μηδαμινές. Και το όλο ζήτημα αφορά μια εορτή που έχει την αφετηρία της στο παλαιό Ιουδαϊκό τελετουργικό, το οποίο η παρουσία του Χριστού το ανανεώνει και το ανακαινίζει, παραδίδοντάς το καινοποιημένο στην σημερινή λατρευτική πρακτική της εκκλησίας.
Το γεγονός της Υπαπαντής
Το γεγονός της υπαπαντής ή αλλιώς της συναντήσεως του Χριστού με τον προφήτη Συμεών, στο ναό του Σολομώντα, σαράντα ημέρες μετά την γέννηση του πρώτου, διασώζει στο κείμενό του μόνο ο ευαγγελιστής Λουκάς, όπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς διαβάζοντας το σχετικό χωρίο (Λκ. 2:22-39). Γράφει λοιπόν σχετικά ο ευαγγελιστής Λουκάς περί της Υπαπαντής του Κυρίου: «…Καὶ ὅτε ἐπλήσθησαν αἱ ἡμέραι τοῦ καθαρισμοῦ αὐτῶν κατὰ τὸν νόμον Μωϋσέως, ἀνήγαγον αὐτὸν εἰς Ἱεροσόλυμα παραστήσαι τῷ κυρίῳ, καθὼς γέγραπται ἐν νόμῳ κυρίου ὅτι Παν ἀρσεν διανοιγον μήτραν ἅγιον τῷ κυρίῳ κληθήσεται, καὶ τοῦ δοῦναι θυσίαν κατὰ τὸ εἰρήμενον ἐν τῷ νόμῳ κυρίου, ζεύγος τρυγόνων ή δυο νεοσσούς περιστερῶν. Καὶ ἰδοὺ ἄνθρωπος ἢν ἐν Ἱερουσαλὴμ ᾧ ὄνομα Συμεὼν καὶ ὁ ἄνθρωπος οὗτος δίκαιος καὶ εὐλαβὴς προσδεχόμενος παράκλησιν τοῦ Ἰσραηλ, καὶ πνεῦμα ἢν ἅγιον ἐπ Ά αὐτόν καὶ ἢν αὐτῷ κεχρηματισμένον ὑπὸ τοῦ πνεύματος τοῦ ἁγίου μη ἰδείν θάνατον πριν ἂν ἴδῃ τὸν Χριστὸν κυρίου, καὶ ᾖλθεν ἐν τῷ πνεύματι εἰς τὸ ἱερόν καὶ ἐν τῷ εἰσαγαγεῖν τοὺς γονεῖς τὸ παιδίον Ἰησοῦν τοῦ ποιήσαι αὐτοὺς κατὰ τὸ εἰθισμένον τοῦ νόμου περὶ αὐτοῦ καὶ αὐτὸς ἐδέξατο αὐτὸ εἰς τάς ἀγκάλας καὶ εὐλόγησεν τὸν θεὸν καὶ εἶπεν, Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλον σοῦ, δεσπότα, κατὰ τὸ ῥῆμα σοε ἐν εἰρήνῃ ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριον σοῦ, ὁ ἡτοίμασας κατὰ πρόσωπον πάντων τῶν λαῶν, φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν καὶ δόξαν λαοῦ σου Ἰσραηλ, καὶ ἢν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ θαυμάζοντες ἐπὶ τοῖς λαλουμένοις περὶ αὐτοῦ καὶ εὐλόγησεν αὐτοὺς Συμεὼν καὶ εἶπεν πρὸς Μαρίαν τὴν μητέρα αὐτοῦ, Ἰδοὺ οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν ἐν τῷ Ἰσραηλ καὶ εἰς σημεῖον ἀντιλεγομενον καὶ σοῦ δὲ αὐτῆς τὴν ψυχὴν διελεύσεται ῥομφαῖα, ὅπως ἂν ἀποκαλυφθώσιν ἐκ πολλῶν καρδιῶν διαλογισμοί. Καὶ ἢν Ἀννα προφήτις, θυγάτηρ Φανουήλ ἐκ φυλῆς Ἀσηρ. αὐτὴ προβεβηκυῖα ἐν ἡμέραις πολλαῖς, ζήσασα μετὰ ἀνδρὸς ἔτη ἑπτὰ ἀπὸ τῆς παρθενίας αὐτῆς καὶ αὐτὴ χήρα ἕως ἔτων ὀγδοήκοντα τεσσάρων, ἡ οὐκ ἀφίστατο τοῦ ἱεροῦ νηστείαις καὶ δεήσεσιν λατρεύουσα νύκτα καὶ ἡμέραν καὶ αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ἐπιστᾶσα ἀνθωμολογεῖτο τῷ θεῷ καὶ ἐλάλει περὶ αὐτοῦ πᾶσιν τοῖς προσδεχομένοις λύτρωσιν εν Ἱερουσαλήμ. Καὶ ὡς ἐτέλεσαν πάντα τὰ κατὰ τὸν νόμον κυρίου, ἐπέστρεψαν εἰς τὴν Γαλιλαίαν εἰς την πόλιν ἑαυτῶν Ναζαρέθ…».