«Η ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΩΝ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ ΠΡΟΓΕΝΝΗΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΟΜΑΕΠ»

(Οργάνωση με νεοεποχίτικες και αποκρυφιστικές αντιλήψεις, αντίθετες με την Ορθόδοξη Πίστη μας)

(του Γεράσιμου Βλάχου, Κοινωνικού Λειτουργού)

Η Παγ­κό­σμια Ορ­γά­νω­ση των Σωματείων προγεννητικής αγωγής, ι­δρύ­θη­κε το 1991 με­τα­ξύ των 6 τό­τε πρώ­των ευ­ρω­πα­ϊ­κών σω­μα­τεί­ων (η Ελ­λά­δα, ι­δρυ­τι­κό μέ­λος) και έ­χει ή­δη ε­πι­τε­λέ­σει πλού­σιο εκ­παι­δευ­τι­κό έρ­γο υ­πό την προ­ε­δρί­α της ι­δρυ­τι­κής προ­έ­δρου, γαλ­λί­δας εκ­παι­δευ­τι­κού κυ­ρί­ας Marie-Andree Bertin. Έ­χει ορ­γα­νώ­σει 5 παγ­κο­σμί­α συ­νέ­δρια για την οι­κο­γέ­νεια (το 1993, στη Γρα­νά­δα Ι­σπα­νί­ας, το 1994 στην Α­θή­να, το 1997 στη Ρώ­μη, το 2001 στο Κα­ρά­κας και το 2004 στην Α­θή­να), ό­που παγ­κο­σμί­ου φή­μης ε­ρευ­νη­τές ε­πι­στή­μο­νες έ­χουν το­νί­σει με σπου­δαί­ες α­να­κοι­νώ­σεις τους την ύ­ψι­στη ση­μα­σί­α του γο­νε­ϊ­κού ρό­λου. Βα­σι­κός στό­χος της ελ­λη­νι­κής προ­ε­δρί­ας εί­ναι να κα­λυ­φθεί έ­να με­γά­λο κε­νό της ση­με­ρι­νής παι­δεί­ας: η προ­ε­τοι­μα­σί­α των νέ­ων για τη γο­νε­ϊ­κό­τη­τα -με ε­πι­στη­μο­νι­κή σχε­τι­κή ε­νη­μέ­ρω­ση, α­πό τη Δευ­τε­ρο­βάθ­μια Εκ­παί­δευ­ση και με προ­σέγ­γι­ση, αν­τί­στοι­χη προς τη νο­η­τι­κή α­νά­πτυ­ξη των παι­δι­ών και α­πό την Πρω­το­βάθ­μια α­κό­μη Εκ­παί­δευ­ση.

Η αλήθεια.

  1. Ι­στο­ρι­κά στοι­χεί­α.

Η ε­ται­ρεί­α αυ­τή ι­δρύ­θη­κε τον Δε­κέμ­βριο του 1989 με σκο­πό την α­γω­γή της εγ­κύ­ου γυ­ναί­κας και του μέλλοντος πα­τέ­ρα “να προ­ε­τοι­μά­σουν την νέ­α ζωή”. Η ε­ται­ρεί­α εί­ναι μέ­λος της “Παγ­κό­σμιας Ορ­γά­νω­σης, της Έ­νω­σης των Σω­μα­τεί­ων Προ­γεν­νη­τι­κής Α­γω­γής”.

  1. Η φι­λο­σο­φί­α της Προ­γεν­νη­τι­κής α­γω­γής.

Βα­σι­κή θέ­ση της ε­ται­ρεί­ας εί­ναι, ό­τι η σκέ­ψη ταυ­τί­ζε­ται με την πρά­ξη. Ε­δώ πρό­κει­ται για την σκέ­ψη και την νο­η­τι­κή κα­τά­στα­ση της εγ­κύ­ου γυ­ναί­κας, η ο­ποί­α με την σκέ­ψη της δι­α­πλάσ­σει και μορ­φο­ποι­εί την μελ­λον­τι­κή ζωή των παι­δι­ών σε ό­λες τις η­λι­κί­ες των. Έ­τσι η ε­ται­ρεί­α υ­πό­σχε­ται τη δη­μι­ουρ­γί­α αν­θρώ­που, σύμ­φω­να με τις ε­πι­θυ­μί­ες κυ­ρί­ως της μη­τέ­ρας.

Η μέλ­λου­σα Μη­τέ­ρα εί­ναι “η Μορ­φο­ποι­ός Δύναμη”. Με τις ει­κό­νες που βλέ­πει, αλ­λά και με τη “νο­η­τι­κή ει­κό­να” που σχη­μα­τί­ζει στην φαν­τα­σί­α της, α­να­πτύσ­σει αυ­τή τη “μορ­φο­ποι­ό δύ­να­μη” και τη “δύ­να­μη υ­λο­ποί­η­σης σχη­μα­τι­σμού” της νο­η­τι­κής της ει­κό­νας (Ι­ω­άν­να Μα­ρή, Προ­γεν­νη­τι­κή Α­γωγή. Προ­ε­τοι­μα­σί­α της Νέας Ζω­ής: Το κλει­δί για μί­α νέ­α γε­νιά Υ­γι­ή, Ευ­τυ­χι­σμέ­νη, Δη­μι­ουρ­γι­κή! Α­θή­να 1995/ Το κλει­δί, σ. 12).

Κα­τά την Μα­ρή “το έμ­βρυ­ο έ­χει μνή­μη και α­πο­μνη­μο­νεύ­ει, εγ­γρά­φον­τας στα κύτ­τα­ρά του τις σκέ­ψεις της μη­τέ­ρας του, τα μη­νύ­μα­τα που ε­κεί­νη του στέλ­νει, τη στά­ση της στη ζωή, τη νο­ο­τρο­πί­α της, την ποι­ό­τη­τα της ύ­παρ­ξής της (Ι­ω­άν­να Μα­ρή, Προγεννητική Α­γωγή. Προ­ε­τοι­μα­σί­α της Νέας Ζω­ής. Η Μη­τρό­τη­τα αρ­χί­ζει α­πό την σύλ­λη­ψη/ Η μη­τρό­τη­τα, σ. 7).

Η “νο­η­τι­κή ει­κό­να” που η μη­τέ­ρα σχη­μα­τί­ζει με την φαν­τα­σί­α της, “ε­πη­ρε­ά­ζει α­πό­λυ­τα το έμ­βρυ­ο”, λέ­γει η Μα­ρή και κα­τα­λή­γει: “Το συμ­πέ­ρα­σμα εί­ναι ό­τι η έγ­κυ­ος γυ­ναί­κα εί­ναι στην εγ­κυ­μο­σύ­νη της παν­το­δύ­να­μη πά­νω στο σχηματιζόμενο έμ­βρυ­ο, δι­ό­τι το ε­πη­ρε­ά­ζει με την τρι­πλή της υ­πό­στα­ση: α) Με τη φυ­σι­κή… β) Με την ψυ­χι­κή… γ) Με την νο­η­τι­κή της υ­πό­στα­ση, α­φού η ει­κό­να που σχη­μα­τί­ζει για το παι­δί της και γε­νι­κά κά­θε σκέ­ψη της, η νο­ο­τρο­πί­α της γε­νι­κό­τε­ρα, οι ι­δέ­ες της για τη ζωή, έ­χουν μί­α ά­με­ση δι­α­πλα­στι­κή δύ­να­μη ε­πά­νω του. Α­φού οι σκέ­ψεις της εγ­γρά­φον­ται στην κυτ­τα­ρι­κή του μνή­μη, στους νευ­ρώ­νες των κυτ­τά­ρων του, και α­πο­τε­λούν “εν­τυ­πώ­μα­τα” μη­νύ­μα­τα ζω­ής μό­νι­μα χα­ραγ­μέ­να, α­λη­θι­νά προ­γράμ­μα­τα για την υ­πό­λοι­πη ζωή του”.

Σχολιάζοντας τις θέ­σεις αυ­τές πα­ρα­τη­ρού­με ό­τι η φυ­σι­κή και η ψυ­χι­κή υ­πό­στα­ση της εγ­κύ­ου σί­γου­ρα ε­πη­ρε­ά­ζει το έμ­βρυ­ο. Ό­μως αυ­τό που θε­ω­ρού­με α­συμ­βί­βα­στο με την Ορ­θό­δο­ξη πί­στη εί­ναι η α­πο­κρυ­φι­στι­κή δή­λω­ση ό­τι η νο­η­τι­κή υ­πό­στα­ση και η ει­κό­να που η μη­τέ­ρα σχη­μά­τι­σε για το παι­δί της έ­χουν δι­α­πλα­στι­κή δύ­να­μη στο παι­δί και προσ­δι­ο­ρί­ζουν τη ζωή του.

“Στο νο­η­τι­κό ε­πί­πε­δο, η μέλ­λου­σα μη­τέ­ρα μπο­ρεί να κά­νει μί­α ο­λό­κλη­ρη ερ­γα­σί­α με την φαν­τα­σί­α της. Η ει­κό­να που πλά­θει (και που ε­πι­θυ­μεί) για το παι­δί της έ­χει μί­α με­γά­λη δι­α­πλα­στι­κή δύ­να­μη…

Αν φαν­τά­ζε­ται το παι­δί της σαν ε­νή­λι­κο, σ ό­λες τις η­λι­κί­ες, υ­γι­ή, ό­μορ­φο, ευ­τυ­χι­σμέ­νο, δη­μι­ουρ­γι­κό, ευ­γε­νή, με­γα­λει­ώ­δη, δί­και­ο, τί­μιο, σο­φό, θαυ­μά­σιο, α­φι­ε­ρω­μέ­νο σε έρ­γο προ­σφο­ράς προς τους συνανθρώπους του… Αυ­τή η ει­κό­να που σχη­μα­τί­ζει γι αυ­τό, θα το κα­θο­δη­γεί αρ­γό­τε­ρα στη ζωή του, δι­ό­τι εγ­γρά­φε­ται στο υ­πο­συ­νεί­δη­το του παι­διού…

Η ελ­λη­νι­κή πα­ρά­δο­ση έ­δι­νε με­γά­λη ση­μα­σί­α στα χρώ­μα­τα που φο­ρού­σε η εγκυμονούσα. Της ή­ταν αυ­στη­ρά α­πα­γο­ρευ­μέ­νο κά­θε μαύ­ρο, γκρί­ζο η κα­φε­τί, σκού­ρο χρώ­μα. Δεν έ­πρε­πε, ού­τε στο με­σο­φό­ρι της να φο­ρέ­σει μαύ­ρο! Ε­νώ της συ­νι­στού­σαν το ά­σπρο και τα φω­τει­νά χρώ­μα­τα της ί­ρι­δος, τα φω­τει­νά χρώ­μα­τα του ου­ρα­νί­ου τό­ξου, αυ­τά στα ο­ποί­α οι α­κτί­νες του ή­λιου μπο­ρούν να α­να­λυ­θούν α­νά­με­σα σ’ έ­να πρί­σμα, σ’ έ­να κρυ­σταλ­λά­κι με γω­νί­ες, η σ’ έ­να δι­α­μάν­τι… Αυ­τά τα ό­μορ­φα χρώ­μα­τα, κα­θα­ρά, χω­ρίς α­να­μί­ξεις του μαύ­ρου και του γκρί­ζου, η έγ­κυ­ος πρέ­πει να φο­ρά­ει ε­πά­νω της, αλ­λά και να στο­λί­σει μ αυ­τά το σπί­τι της, βά­ζον­τας έ­να τραπεζομάντιλο η έ­να α­πλό χα­ρού­με­νο ντι­βα­νο­κά­λυμ­μα, που μπο­ρούν ν’ αλ­λά­ξουν ό­λη την χρω­μα­τι­κή α­τμό­σφαι­ρα του σπι­τιού της” (Η μη­τρό­τη­τα, σ. 11 και σ. 9).

Κα­τά την ε­ται­ρεί­α αυ­τή, “η πρώ­τη η­θι­κή, ψυ­χι­κή και πνευ­μα­τι­κή α­γω­γή του αν­θρώ­που προ­έρ­χε­ται προ­γεν­νη­τι­κά, με­σ’ α­πό τα πα­νί­σχυ­ρα πρώ­τα εν­τυ­πώ­μα­τα των βι­ω­μά­των, των σκέ­ψε­ων και των συ­ναι­σθη­μά­των της μέλ­λου­σας μη­τέ­ρας, του μέλ­λον­τα πα­τέ­ρα, στην α­πα­λή κυτ­τα­ρι­κή μνή­μη του εμ­βρύ­ου” (Το κλει­δί, σ. 6-7).

“Αν θέ­λεις ν’ α­πο­κτή­σεις παι­δί ό­μορ­φο, να θαυ­μά­ζεις τα ό­μορ­φα παι­διά, τούς ό­μορ­φους αν­θρώ­πους, τα ό­μορ­φα το­πί­α… να φο­ράς ά­σπρα η φω­τει­νά χρώ­μα­τα” (Το κλει­δί, σ. 6). “Σκέ­ψου, φαν­τά­σου το παι­δί σου σαν ε­νή­λι­κο, σ’ ό­λες τις η­λι­κί­ες, υ­γι­ές, ό­μορ­φο, ευ­τυ­χι­σμέ­νο… σο­φό, θαυ­μά­σιο άν­θρω­πο… Το μω­ρό σου τρέ­φε­ται… με τις ει­κό­νες, τα ο­ρά­μα­τα που πλά­θεις γι’  αυ­τό…”. “Πλά­σε το παι­δί σου φω­τει­νό! Θα γί­νει αν το ζη­τή­σεις” (Το κλει­δί, σ. 22).

Τα πάν­τα λοι­πόν στη ζωή του αν­θρώ­που προσ­δι­ο­ρί­ζον­ται α­πό την σκέ­ψη και τη νο­η­τι­κή ει­κό­να, που σχη­μα­τί­ζει με την φαν­τα­σί­α της η μη­τέ­ρα κα­τά την προ­γεν­νη­τι­κή περίοδο. Ε­πο­μέ­νως η ε­λευ­θε­ρί­α του α­τό­μου πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται και α­σφα­λώς η προ­σω­πι­κή ευ­θύ­νη του για ό­ποι­α συμ­πε­ρι­φο­ρά:

Έ­τσι, η ο­μο­φυ­λο­φι­λί­α ο­φεί­λε­ται κα­τά την αν­τί­λη­ψη αυ­τή “στην μη α­πο­δο­χή του φύ­λου α­πό την μη­τέ­ρα (που ε­πι­θυ­μού­σε κο­ρι­τσά­κι ε­νώ εί­χε α­γό­ρι μέ­σα της)”. Η ε­πι­θυ­μί­α της εγ­κύ­ου για κο­ρί­τσι, ε­νώ εί­χε α­γό­ρι, δη­λα­δή η σκέ­ψη της, η νο­η­τι­κή της κα­τά­στα­ση, “δί­νει στο α­γο­ρά­κι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό θηλυπρέπειας και η ε­πι­θυ­μί­α της για α­γο­ρά­κι ε­νώ εί­χε κο­ρι­τσά­κι, δί­νει στο κο­ρι­τσά­κι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά α­γο­ρο­κό­ρι­τσου” (Το κλει­δί, σ. 11).

Η κί­νη­ση ε­πι­κα­λεί­ται τούς αρ­χαί­ους έλ­λη­νες φι­λο­σό­φους, για να υ­πο­γραμ­μί­σει ό­τι η εγ­κλη­μα­τι­κό­τη­τα α­πο­δι­δό­ταν “στις αρ­νη­τι­κές σκέ­ψεις της μη­τέ­ρας μέ­σα στη μή­τρα”! Ε­πί­σης στις αν­τι­λή­ψεις των Κι­νέ­ζων πριν 1000 χρό­νια, κα­τά τις ο­ποί­ες οι εγ­κυ­μο­νού­σες α­πο­σύ­ρον­ταν σ’ ει­δι­κά προετοιμασμένα οι­κή­μα­τα” (Η μη­τρό­τη­τα, σ. 4).

Η Μα­ρή χρη­σι­μο­ποι­εί μά­λι­στα έ­να α­νέκ­δο­το Κι­νέ­ζου αυ­το­κρά­το­ρα για να υ­πο­γραμ­μί­σει ό­τι η κα­τάλ­λη­λη παι­δα­γω­γί­α, για την α­γω­γή των παι­δι­ών, πρέ­πει να κα­λεί­ται ό­χι με­τά τη γέν­νη­ση, αλ­λά πριν α­πό αυ­τήν! (Η μη­τρό­τη­τα, σ. 4-5).

Α­πό ό­σα εκ­θέ­σα­με α­πο­δει­κνύ­ε­ται ό­τι θε­μέ­λιο της φι­λο­σο­φί­ας της κί­νη­σης εί­ναι η λε­γό­με­νη “θε­τι­κή σκέ­ψη”, η ο­ποί­α κυ­ρια­ρχεί στον α­πο­κρυ­φι­σμό, σε γκουρουϊστικές και άλ­λες ο­μά­δες. Ό­πως έ­χει α­πο­δει­χθεί, η δο­ξα­σί­α αυ­τή α­κυ­ρώ­νει ο­λό­κλη­ρη την εν χρό­νω ελ­πί­δα (βλ. Α. Α­λε­βι­ζο­πού­λου, Αυ­το­γνω­σί­α, Αυ­το­πραγ­μά­τω­ση, Σω­τη­ρί­α. “Η δύ­να­μη της σκέ­ψης” στο φως της χρι­στι­α­νι­κής πί­στης, Α­θή­να 1991).

Η Μα­ρή ε­πι­κα­λεί­ται την “αυ­θεν­τί­α” του α­πο­κρυ­φι­στή Omraam Mikhaël Aivanhov, “μεσ­σί­α” της “Παγ­κό­σμιας Λευ­κής Α­δελ­φό­τη­τας” και φαί­νε­ται ό­τι α­κο­λου­θεί τις δο­ξα­σί­ες του. Ο α­πο­κρυ­φι­στής αυ­τός συ­νι­στά στο κρά­τος να ορ­γα­νώ­σει “κτή­μα­τα” για έγ­κυ­ες γυ­ναί­κες, ό­που σε κα­τάλ­λη­λο πε­ρι­βάλ­λον θα πα­ρα­κο­λου­θούν “δι­α­φω­τι­στι­κές ο­μι­λί­ες”, ι­δι­αί­τε­ρα για το “τι ερ­γα­σί­α μπο­ρούν να κά­νουν με τις σκέ­ψεις και τα συ­ναι­σθή­μα­τά τους πά­νω στο παι­δί που θα γεν­νή­σουν”· η έγ­κυ­ος “έ­χει α­λη­θι­νή ι­κα­νό­τη­τα να “δι­α­πλά­θει” το έμ­βρυ­ο”, υ­πο­στη­ρί­ζει ο Aivanhov (Η μη­τρό­τη­τα, σ. 2).

Στα πλαί­σια της δρα­στη­ρι­ό­τη­τας της Παγ­κό­σμιας Λευ­κής Α­δελ­φό­τη­τας του Aivanhov δη­μι­ουρ­γή­θη­κε το 1990 η ορ­γά­νω­ση Un Lien pour la Paix, με έ­δρα το Novia Zivot (Βουλ­γα­ρί­α), με πρω­το­βου­λί­α του Phillipe Mailhebian και με σκο­πό την θρη­σκευ­τι­κή βο­ή­θεια κυ­ρί­ως σε εγ­κύ­ους, παι­διά και νέ­ες μη­τέ­ρες. Η κί­νη­ση εκ­δί­δει την ε­φη­με­ρί­δα Le Lien. Σ’  αυ­τή την κί­νη­ση α­νή­κει και η “Ε­φηρ­μο­σμέ­νη Συ­νεί­δη­ση και Οι­κο­νο­μί­α” (Consience et Economie appliquees – CEA).

Ειδικότερα, ι­δρύ­θη­κε η Action National pour L’ Education Prenabal (Ε­θνι­κή ε­ται­ρεί­α για Προ­γεν­νη­τι­κή Α­γω­γή – ANEP), με πρό­ε­δρο τον Andre Berkin. Σκο­πός εί­ναι “η βελ­τί­ω­ση και ε­ναρ­μό­νι­ση της φυ­σι­κής και ψυ­χι­κής α­νά­πτυ­ξης των παι­δι­ών, δια της προ­πα­ρα­σκευ­ής των μελ­λον­τι­κών γο­νέ­ων και ειδικότερα της μη­τέ­ρας κα­τά την πε­ρί­ο­δο της εγκυμοσύνης. Α­κρι­βέ­στε­ρα, να βο­η­θη­θούν οι έγ­κυ­ες να ζή­σουν μί­α πνευ­μα­τι­κή γαλ­βα­νο­πλα­στι­κή…” (Les Sectes en France, Vêä. Centre Roujer Ikor, σ. 30-31).

  1. Ηπερί Θεού αντίληψη.

Στα έν­τυ­πα που με­λε­τή­σα­με η κί­νη­ση δεν κά­νει λό­γο για προ­σω­πι­κό Θεό. Δεν φαί­νε­ται να α­να­γνω­ρί­ζει τί­πο­τε άλ­λο α­πό τον “Ε­αυ­τό”.

Η Ι­ω­άν­να Μα­ρή, σε άρ­θρο της α­να­φέ­ρει:

“Ε­κτός ό­μως α­πό τις α­τέ­λει­ες έ­χου­με ό­λοι έ­να Υ­πέ­ρο­χο, Πάνσοφο, γε­μά­το Α­γά­πη, Δυ­να­μι­κό, Θαυ­μά­σιο Ε­αυ­τό! Και Αυ­τόν πρέ­πει να α­γα­πή­σου­με, σε Αυ­τόν πρέ­πει να πι­στέ­ψου­με… μό­νο πι­στεύ­ον­τάς τον θα του δώ­σου­με την δυ­να­τό­τη­τα να εκ­δη­λω­θεί και να σα­ρώ­σει ό­λες τις α­τέ­λει­ες!” (Ι­ων. Μα­ρή, Η Γέννηση του Χρι­στού, παι­δί και νέ­οι Γο­νείς, Δεκ. 1993, σ. 22).

Κα­τά την Μα­ρή φαί­νε­ται ό­τι ο “θε­ός” εκ­δη­λώ­νε­ται με την “θη­λυ­κό­τη­τα” της μη­τέ­ρας και την “Σο­φί­α” του πατέρα. “Η θη­λυ­κό­τη­τα” της μη­τέ­ρας λο­γί­ζε­ται “εκ­δή­λω­ση της θεί­ας Μη­τέ­ρας”, ε­νώ στο πρό­σω­πο του άν­δρα η γυ­ναί­κα πρέ­πει να θαυ­μά­ζει “τη Σο­φί­α, το Με­γα­λεί­ο, τη Δύναμη, τον Υ­πέ­ρο­χο Άν­δρα, στην πιο α­νώ­τε­ρη θεί­α εκ­δή­λω­σή του…” (Το κλει­δί, σ. 14).

Το ζή­τη­μα δι­α­φω­τί­ζε­ται κα­λύ­τε­ρα αν με­λε­τή­σει κα­νείς τις πε­ρί Χρι­στού αν­τι­λή­ψε­ως της Ι­ω­άν­νας Μα­ρή.

Σε άρ­θρο της με τίτ­λο “Η Γέννηση του Χρι­στού” ερ­μη­νεύ­ει το γε­γο­νός της γέν­νη­σης του Κυ­ρί­ου α­στρο­λο­γι­κά – α­πο­κρυ­φι­στι­κά. Γρά­φει:

“Την ί­δια η­μέ­ρα των Χρι­στου­γέν­νων, κά­θε χρό­νο, οι α­στρο­λό­γοι μας α­να­φέ­ρουν ό­τι στον ου­ρα­νό συμ­βαί­νει το ί­διο φαινό­με­νο. Ο  Ήλιος (Χρι­στός), μπαί­νει στην Α­στε­ρι­σμό του Αι­γό­κε­ρω, που συν­δέ­ε­ται με τις σπη­λι­ές, την πε­ρι­συλ­λο­γή, τον ερ­χο­μό του χει­μώ­να, και ο α­στε­ρι­σμός της Παρ­θέ­νου α­νε­βαί­νει στον ο­ρί­ζον­τα, ε­νώ οι Ι­χθείς φαί­νον­ται στο άλ­λο ά­κρο του Ου­ρα­νού και ο Ωριών, με τα τρί­α α­στε­ρά­κια που συμ­βο­λί­ζουν, κα­τά τη λα­ϊ­κή πα­ρά­δο­σή τους τρεις μά­γους, φα­νε­ρώ­νον­ται στο κέν­τρο του ου­ρα­νού.

Οι α­στρο­λο­γι­κές αυ­τές ε­πιρ­ρο­ές εί­ναι, μας λέ­νε, ι­δι­αί­τε­ρα κα­τάλ­λη­λες για πε­ρι­συλ­λο­γή, για συγ­κέν­τρω­ση στον τρό­πο της ζω­ής μας, ώ­στε να α­φή­σου­με στην ά­κρη τον κα­τώ­τε­ρο ε­αυ­τό μας και να φέ­ρου­με μέ­σα μας τη βο­ή­θεια της Α­γνό­τη­τας (Παρ­θέ­νου) και της Θυ­σί­ας (Ι­χθείς), μί­α Γέννηση, τη γέν­νη­ση της Τριά­δας μέ­σα μας, Φω­τός, Ζε­στα­σιάς, Ζω­ής.” (Παι­δί και Γο­νείς, Δεκ. 1993, σ. 20-21). Το φως λοι­πόν, η ζε­στα­σιά και η ζωή γεννιόνται μέ­σα μας ως Τριά­δα!

Ε­δώ δεν πρό­κει­ται για την γέν­νη­ση του Ι­η­σού Χρι­στού, του α­πό Να­ζα­ρέτ της Γαλιλαίας, αλ­λά για την γέν­νη­ση του α­νώ­τε­ρου Ε­αυ­τού. Πρό­κει­ται για το Χρι­στό και για την Τριά­δα “μέ­σα μας”! Αυ­τό γί­νε­ται σα­φές στη συ­νέ­χεια:

“Ο Χρι­στός γεν­νή­θη­κε για να πι­στέ­ψου­με, βλέ­πον­τάς Τον, στη Θεί­α πλευ­ρά του ε­αυ­τού μας, στην ύ­παρ­ξη του α­νώ­τε­ρου Ε­γώ μας, αυ­τού του Ε­γώ που χρό­νια τώ­ρα το έ­χου­με πνιγ­μέ­νο, θλιμ­μέ­νο, κα­θώς μας πα­ρα­κο­λου­θεί να α­σχο­λού­μα­στε με χί­λια μύ­ρια α­σή­μαν­τα, αρ­νη­τι­κά, κα­τα­στρο­φι­κά πράγ­μα­τα, χω­ρίς να του α­φή­νου­με ού­τε μια τό­ση δα θε­σού­λα.

Και ό­μως, αν πι­στέ­ψου­με στον Χρι­στό που φέρ­νου­με ό­λοι μέ­σα μας, Αυ­τός θα φα­νε­ρω­θεί…” (σ. 21).

Για την Ι­ω­άν­να Μα­ρή φαί­νε­ται ό­τι δεν υ­πάρ­χει Θε­ός έ­ξω α­πό τον άν­θρω­πο η του­λά­χι­στον δεν γί­νε­ται λό­γος για έ­να τέ­τοι­ο Θεό. Το ό­λο μέ­λη­μα του αν­θρώ­που εί­ναι η “εκ­δή­λω­ση” αυ­τού του Ε­αυ­τού!

Συμ­πε­ρα­σμα­τι­κά υ­πο­γραμ­μί­ζου­με ό­τι πρό­κει­ται για έ­να α­πο­κρυ­φι­στι­κό σύ­στη­μα αυ­το­σω­τη­ρί­ας, που στη­ρί­ζε­ται στη θε­ω­ρί­α της “θε­τι­κής σκέ­ψης” και στην ο­λι­στι­κή θε­ώ­ρη­ση του κό­σμου. Γι’ αυ­τό θε­ω­ρή­θη­κε α­συμ­βί­βα­στη με την Ορ­θό­δο­ξη πί­στη.

Παγ­κό­σμια Λευ­κή Α­δελ­φό­τη­τα

Και η ορ­γά­νω­ση αυ­τή ι­σχυ­ρί­ζε­ται ό­τι κι­νεί­ται στο χρι­στι­α­νι­κό χώ­ρο και μά­λι­στα ό­τι α­πο­κα­λύ­πτει το βα­θύ­τε­ρο νό­η­μα της χρι­στι­α­νι­κής πί­στης. Οι αν­τι­λή­ψεις αυ­τές και οι θέ­σεις της σχε­τι­κά με την προ­γεν­νη­τι­κή α­γω­γή των γο­νέ­ων μας έ­δω­σε την α­φορ­μή να α­σχο­λη­θού­με και μ’ αυ­τή την ορ­γά­νω­ση για να α­πο­δεί­ξου­με ό­τι εί­ναι α­συμ­βί­βα­στη με την ορθόδοξη πί­στη.

  1. Ι­στο­ρι­κά στοι­χεί­α

Ι­δρυ­τής της κί­νη­σης (Fraternité Blanche Universelle) εί­ναι ο Βούλ­γα­ρος Omraam Mikhaël Aivanhov. Γεν­νή­θη­κε το 1900 στο Serbey της Βουλ­γα­ρί­ας. Το 1937 εγ­κα­τα­στά­θη­κε στη Γαλ­λί­α, ό­που έ­δρα­σε μέ­χρι το θά­να­τό του (1986).

Ι­σχυ­ρί­ζε­ται ό­τι ε­στά­λη α­πό τον πνευ­μα­τι­κό του Δάσκαλο, Βούλ­γα­ρο Peter Deunov. Δίδασκε ό­τι υ­πάρ­χει μί­α στοά “Με­γά­λων Μυ­στών”, που γνω­ρί­ζουν το πα­ρελ­θόν και το μέλ­λον της γης. Αυ­τά τα α­νώ­τα­τα όν­τα α­πο­τε­λούν την “Παγ­κό­σμια Α­δελ­φό­τη­τα της Αυ­γού­στας” (Auguste Fraternité Universelle).

Ε­δώ εν­νο­ού­με την Ι­ε­ραρ­χί­α όν­των ευ­ρι­σκό­με­νων σε δι­ά­φο­ρες βαθ­μί­δες α­να­πτύ­ξε­ως, ύ­στε­ρα α­πό ε­ξέ­λι­ξη μέ­σω α­πεί­ρων ε­κα­τομ­μυ­ρί­ων ε­τών πριν α­πό την αν­θρω­πό­τη­τα.

Η κί­νη­ση κά­νει λό­γο για Σε­ρα­φείμ, Χε­ρου­βείμ, Θρό­νους, Κυ­ρι­ό­τη­τες, Δυ­νά­μεις, Αρ­χές, Αρ­χαγ­γέ­λους, Αγ­γέ­λους… Στη 10η βαθ­μί­δα (τε­λευ­ταί­α) εί­ναι οι προ­χω­ρη­μέ­νες ψυ­χές και ό­λες μα­ζί α­πο­τε­λούν τον Με­γά­λο Κο­σμι­κό Άν­θρω­πο. Δεν πρό­κει­ται για μια ο­ρα­τή ορ­γά­νω­ση α­πό τούς αν­θρώ­πους, αλ­λά για μια σο­φή κοι­νό­τη­τα έ­ξω α­πό το δι­ε­φθαρ­μέ­νο πε­ρι­βάλ­λον που ζουν οι άν­θρω­ποι. Γι’ αυ­τό και η έ­δρα δεν βρί­σκε­ται σε έ­να μέ­ρος.

Πέρα α­πό τη Λευ­κή Α­δελ­φό­τη­τα υ­πάρ­χει και η “Μαύ­ρη Α­δελ­φό­τη­τα”, με κα­θο­ρι­σμέ­νο ρό­λο. Πάνω α­πό αυ­τές υ­πάρ­χει το L’ Ecole de Grands Fréres, που α­νή­κουν σε α­νώ­τε­ρη ι­ε­ραρ­χί­α και δι­ευ­θύ­νουν τη δρα­στη­ρι­ό­τη­τα των δύ­ο πρώ­των. Πρό­κει­ται για τούς Με­γά­λους Δα­σκά­λους της Παγ­κό­σμιας Α­δελ­φό­τη­τας, που κυ­βερ­νούν ο­λό­κλη­ρο το σύμ­παν (Jeanmarie Leduc/Didier de Plaige, Les Nouveaux Prophetes, Paris 1978, σ. 134-138).

Ο Aivanhov δη­μι­ούρ­γη­σε το 1938 στο Serves μί­α “Θε­ϊ­κή Σχο­λή”. Στις 15.2.1947 ί­δρυ­σε την “Παγ­κό­σμια Λευ­κή Α­δελ­φό­τη­τα”. Η κί­νη­ση γνω­ρί­ζει ση­μαν­τι­κή α­νά­πτυ­ξη στη Γαλ­λί­α α­πό το 1960. Το 1978 δη­μι­ουρ­γή­θη­κε στο Vaduz (Lichtenstein) το “ Fondation Tbéda Ouspeck Universelle” για την δι­ά­δο­ση της κί­νη­σης σ’ ό­λο τον κό­σμο (Les Sectes en Franmce, σελ. 27).

Δι­α­δό­θη­κε σε πολ­λές χώ­ρες του κό­σμου. Με το ί­διο ό­νο­μα υ­πάρ­χει μί­α ορ­γά­νω­ση στη Ρω­σί­α, που ό­μως δεν έ­χει σχέ­ση με τον Aivanhov. Κέν­τρο της κί­νη­σης εί­ναι το Fresis (Γαλ­λί­α).

Στην Ελ­λά­δα η κί­νη­ση έ­φθα­σε στη δε­κα­ε­τί­α του 1980. Το 1987 ι­δρύ­θη­κε η “Σχο­λή της Παγ­κό­σμιας Λευ­κής Α­δελ­φό­τη­τας” (Ecole de la Fraternité Blanche Univaserlle) και το 1988 η “Παγ­κό­σμια Λευ­κή Α­δελ­φό­τη­τα”, με έ­δρα το Πα­λαι­ό Φά­λη­ρο.

Στο κα­τα­στα­τι­κό (άρ­θρο 2) υ­πο­γραμ­μί­ζε­ται ό­τι “πο­λι­τι­κές και θρη­σκευ­τι­κές ε­πι­δι­ώ­ξεις και προ­ση­λυ­τί­σεις εί­ναι ξέ­νες προς τον σκο­πό του σω­μα­τεί­ου και α­πα­γο­ρεύ­ον­ται”. Το σω­μα­τεί­ο έ­χει ως σκο­πό “την καλ­λι­έρ­γεια των πνευ­μα­τι­κών α­ρε­τών του αν­θρώ­που που α­να­φέ­ρον­ται στη δι­ά­νοι­α, το συ­ναί­σθη­μα, τη βού­λη­ση”, “την ά­σκη­ση του σώ­μα­τος, την δι­ά­δο­ση των αρ­χών της α­δελ­φο­σύ­νης και ει­ρή­νης με­τα­ξύ των αν­θρώ­πων”!

Η κί­νη­ση στην Ελ­λά­δα δι­α­σπά­σθη­κε πριν 15 χρό­νια. Έ­τσι υ­πάρ­χει μί­α ορ­γά­νω­ση στον Πει­ραι­ά και άλ­λη στη Γλυ­φά­δα. Πέρα α­πό αυ­τές υ­πάρ­χουν ορ­γα­νώ­σεις στην Θεσ­σα­λο­νί­κη, στην Πάτρα και στη Λα­μί­α.

  1. Μα­θη­τές – Ορ­γα­νώ­σεις

Στη κί­νη­ση υ­πάρ­χουν τρεις κα­τη­γο­ρί­ες μα­θη­τών: οι “α­κρο­α­τές”, με αλ­λη­λο­γρα­φί­α, μέ­λη με κάρ­τα.Υ­πάρ­χουν ε­κεί­νοι που ευ­και­ρια­κά πα­ρα­κο­λου­θούν τις εκ­δη­λώ­σεις της κί­νη­σης και οι άλ­λοι, που α­να­ζη­τούν κα­τα­φύ­γιο σε μί­α ο­μά­δα και που κα­τα­λή­γουν να την κά­νουν τρό­πο ζω­ής. Προ­σφέ­ρον­ται σ’ αυ­τούς πρα­κτι­κές “ε­ξα­γνι­σμού” και αρ­μο­νι­κής α­νά­πτυ­ξης, με τις ο­ποί­ες α­σκούν­ται στο σπί­τι τους και στα κέν­τρα της ορ­γά­νω­σης: Α­να­τέ­νι­ση και γι­όγ­κα του Η­λί­ου κα­τά την α­να­το­λή του Η­λί­ου, προ­κει­μέ­νου να γε­μί­σουν α­πό την ε­νέρ­γειά του. Γε­νι­κές α­σκή­σεις σε συν­δυα­σμό με ψαλ­μω­δί­ες, α­πα­γο­ρεύ­σεις (δι­ε­γερ­τι­κών, σε­ξου­α­λι­κών σχέ­σε­ων), χορ­το­φα­γι­κά γεύ­μα­τα, α­νά­λυ­ση των λό­γων του Δι­δα­σκά­λου ή α­κρό­α­ση μα­γνη­το­ται­νι­ών του, δι­α­λο­γι­σμός με βά­ση την σκέ­ψη του Δα­σκά­λου.

Άλ­λες ορ­γα­νώ­σεις στα πλαί­σια της κί­νη­σης του Aivanhov εί­ναι:

– Association Blanche Universelle, Centre Fraternité Denfin,

– EVERA (1985) ως Institut d’  Enseignement Biomedical et Philosophique (Α­ρω­μα­το­θε­ρα­πεί­α),

– Ερ­γα­στή­ρια Α­ρω­μα­το­λο­γί­ας Sunarom,

– Κέντρο Αι­σθη­τι­κής Νέα Ε­πο­χή,

– Εκ­δό­σεις Νέα Ζωή.

Μέλη της “Παγ­κό­σμιας Λευ­κής Α­δελ­φό­τη­τας” ί­δρυ­σαν το 1983 στο Quebec την Cité Ecologique de l’ Ere du Verseau. Πρό­κει­ται για ε­σω­τε­ρι­στι­κή Σχο­λή.

  1. Δι­δα­σκα­λί­α

Ο Aivanhov ι­σχυ­ρί­ζε­ται ό­τι κα­τέ­χει μί­α μυ­στι­κή και ι­ε­ρή γνώ­ση α­πό κά­ποι­ον Θι­βε­τα­νό Δά­σκα­λο. Ο ί­διος και ο Δάσκαλός του ι­σχυ­ρί­ζον­ται ό­τι η “γνώ­ση” αυ­τή μπο­ρεί να α­πο­κα­λυ­φθεί μό­νο με μύ­η­ση, που προ­ο­ρί­ζε­ται μό­νο για ο­πα­δούς. Βρί­σκε­ται σε βι­βλί­α “α­πο­λύ­τως ά­γνω­στα στους κοι­νούς θνη­τούς και φυ­λαγ­μέ­να στις τέσσερις βι­βλι­ο­θή­κες του Σύμπαντος”.

Ο Deunov πί­στευ­ε ό­τι μί­α μι­κρή ο­μά­δα α­πό “ε­ξε­λιγ­μέ­νες αν­θρώ­πι­νες ψυ­χές”, της 10ης και τε­λευ­ταί­ας ε­ξε­λι­κτι­κής κλίμακας της “Παγ­κό­σμιας Α­δελ­φό­τη­τας της Αυ­γού­στας”, δη­λα­δή τε­λεί­ων όν­των, θα κα­τευ­θύ­νει ο­λό­κλη­ρο τον κό­σμο.

Κα­τά τον Aivanhov, στη ε­πο­χή του Υ­δρο­χό­ου εί­ναι α­πα­ραί­τη­το μί­α νέ­α τά­ξη πραγ­μά­των. Ο ί­διος λο­γί­ζε­ται “19ος Με­γά­λος Δάσκαλος της αν­θρω­πό­τη­τας” (Les Sectes en France, σ. 27, 28).

Πρό­κει­ται για σύ­στη­μα αυ­το­ε­ξέ­λι­ξης, που ε­νώ­νει θε­ο­σο­φι­κές και χρι­στι­α­νι­κές αν­τι­λή­ψεις με καβ­βα­λι­στι­κά και αλ­χη­μι­κά στοι­χεί­α.

Ι. Πε­ρί Θε­ού αν­τί­λη­ψη

Ο Aivanhov χρη­σι­μο­ποι­εί καβ­βα­λι­στι­κούς ό­ρους και πε­ρι­ε­χό­με­να. Κα­τά την καβ­βα­λι­στι­κή κο­σμο­θε­ω­ρί­α ο Θε­ός δεν εί­ναι “ά­με­σος δη­μι­ουρ­γός του κό­σμου. Ό­λα τα πράγ­μα­τα έ­χουν προ­έλ­θει α­πό την πρω­ταρ­χι­κή πη­γή, μέ­σω δι­α­δο­χι­κών εκ­πο­ρεύ­σε­ων”. Έ­τσι το σύμ­παν εί­ναι ο “εκ­δη­λω­μέ­νος Θε­ός” (Γ. Γου­έ­στκοτ, πα­ρα­πομ­πή: Α. Α­λε­βι­ζο­πού­λου, Ο α­πο­κρυ­φι­σμός στο φως της Ορ­θο­δο­ξί­ας, τεύ­χος β’, Καβ­βά­λα, Α­θή­να 1994, σ. 37).

Οι Καβ­βα­λι­στές υ­πο­στη­ρί­ζουν ό­τι το σύμ­παν εί­ναι μί­α σκε­πτο­μορ­φή, που προ­βάλ­λε­ται α­πό το θε­ϊ­κό Νου” και εκ­φρά­ζε­ται με το Καβ­βα­λι­στι­κό Δέντρο” (D. Fortune, πα­ρα­πομ­πή: Α. Α­λε­βι­ζο­πού­λου, σ. 37). Πρό­κει­ται για έ­να ξε­δί­πλω­μα με τη δι­α­δι­κα­σί­α της “κατερχόμενης εκ­δή­λω­σης”. Κα­θε­μί­α α­πό τις δέ­κα εκ­δη­λώ­σεις πε­ρι­έ­χει σε λαν­θά­νου­σα κα­τά­στα­ση ό­λες τις ε­πό­με­νες και αν­τα­να­κλά ό­λες τις προ­η­γού­με­νες. Ο Aivanhov υ­πο­γραμ­μί­ζει πως “στο σε­φε­ρι­κό (Καβ­βα­λι­στι­κό) δέν­τρο καμία α­πό τις εκ­δη­λώ­σεις του Θε­ού δεν εί­ναι κα­τώ­τε­ρη α­πό την άλ­λη. Δεν υ­πάρ­χει δι­α­φο­ρά με­τα­ξύ των σε­φι­ρόθ πα­ρά μό­νο σ’ ό,τι α­φο­ρά την ύ­λη της κα­θε­μιάς α­πό αυ­τές τις πε­ρι­ο­χές” (O. M. Aivanhov, Τα μυ­στή­ρια του Ι­ε­σόντ, Τόμος VII, εκδ. Prosveta, σ. 107).

“Ό­λη η δη­μι­ουρ­γί­α εί­ναι έρ­γο των δύ­ο αρ­χών αρ­σε­νι­κής και θη­λυ­κής, οι ο­ποί­ες εί­ναι η αν­τα­νά­κλα­ση, η ε­πα­νά­λη­ψη των δύ­ο με­γά­λων κο­σμι­κών δη­μι­ουρ­γι­κών αρ­χών που τις ο­νο­μά­ζου­με ο Ου­ρά­νιος Πα­τέ­ρας και η Θε­ϊ­κή Μη­τέ­ρα εί­ναι η πό­λω­ση μιας και μο­να­δι­κής αρ­χής, του Α­πό­λυ­του, του μη – Εκ­δη­λω­μέ­νου που η Καβ­βά­λα ο­νο­μά­ζει Ά­ϊν Σοφ Ά­ουρ: φως χω­ρίς τέ­λος. Παν­τού μέ­σα στη φύ­ση δε βλέ­πε­τε πα­ρά τις δύ­ο αρ­χές κά­τω α­πό δι­ά­φο­ρα σχή­μα­τα και δι­α­στά­σεις” (O. M. Aivanhov, Η ε­πι­στή­μη των δύ­ο Αρ­χών. Πνευ­μα­τι­κή γαλ­βα­νο­ποί­η­ση, εκδ. Prosveta 1983, σ. 14).

“Κάθε ον κα­θώς έ­χει την άλ­λη αρ­χή μέ­σα του, δεν μπο­ρεί να βρει το Θεό πα­ρά μό­νο δι­α­μέ­σου αυ­τής της άλ­λης αρ­χής. Γι’ αυ­τό η γυ­ναί­κα βρί­σκει το Θεό δι­α­μέ­σου του άν­τρα, για­τί ο άν­τρας αν­τι­προ­σω­πεύ­ει την άλ­λη αρ­χή, και αυ­τή η αρ­χή εί­ναι που τη συν­δέ­ει με τον Ου­ρά­νιο Πα­τέ­ρα. Και ο άν­τρας δεν μπο­ρεί να βρει τη Θε­ό­τη­τα πα­ρά μό­νο δι­α­μέ­σου της θη­λυ­κής αρ­χής, εί­τε αυ­τή εί­ναι μί­α γυ­ναί­κα, εί­τε εί­ναι η ί­δια η φύ­ση (που εί­ναι μί­α θη­λυ­κή αρ­χή), ή η Θεί­α Μη­τέ­ρα” (Η ε­πι­στή­μη, σ. 35).

Έ­τσι ο γά­μος α­πο­τε­λεί έ­να “κο­σμι­κό φαι­νό­με­νο που γι­ορ­τά­ζε­ται πρώ­τ’ α­π’ ό­λα στον ύ­ψι­στο κό­σμο με­τα­ξύ του Ου­ρα­νί­ου Πα­τέ­ρα και της συ­ζύ­γου του, της θε­ϊ­κής Μη­τέ­ρας”. Σ’ αυ­τή την πο­λι­κό­τη­τα συ­νί­στα­ται το “κα­τ’ ει­κό­να θε­ού”, του αν­θρώ­που (Η ε­πι­στή­μη, σ. 41).

“Κα­τά την Καβ­βάλ­λα, ο Θε­ός έ­χει μί­α σύ­ζυ­γο, τη Σε­κί­να, που δεν εί­ναι τί­πο­τε άλ­λο πα­ρά αυ­τή η πεμ­πτου­σί­α η ο­ποί­α βγή­κε α­πό Αυ­τόν τον  Ί­διο και πά­νω στην ο­ποί­α ερ­γά­ζε­ται για να δη­μι­ουρ­γεί τούς κό­σμους…”.

““Ό­λα ό­σα εί­ναι κά­τω εί­ναι σαν αυ­τά που εί­ναι ε­πά­νω”, εί­πε ο Ερ­μής ο Τρι­σμέ­γι­στος, δη­λα­δή αυ­τό που εί­ναι κά­τω, στους αν­θρώ­πους, εί­ναι σαν κι αυ­τό που εί­ναι ε­πά­νω, στον Ου­ρα­νό. Ό­λες οι εκ­δη­λώ­σεις μας έ­χουν το πρό­τυ­πό τους ε­πά­νω, στο θε­ϊ­κό κό­σμο. Φυ­σι­κά, τι εί­ναι ο Θε­ός, κα­νείς δεν το γνω­ρί­ζει. Εί­ναι το Α­πό­λυ­το, το Α­νεκ­δή­λω­το, δεν έ­χει ού­τε σώ­μα, ού­τε πα­ρου­σι­α­στι­κό. Ό­μως, ό­ταν θέ­λη­σε να εκ­δη­λω­θεί, να εκ­φρα­στεί στο αν­τι­κει­με­νι­κό κό­σμο, πο­λώ­θη­κε, και εί­ναι α­κρι­βώς χά­ρη σ’ αυ­τή τη δι­πλή πό­λω­ση του πνεύ­μα­τος (ο σύ­ζυ­γος) και της ύ­λης (η σύ­ζυ­γος) που μπό­ρε­σε να δη­μι­ουρ­γή­σει: οι δύ­ο πό­λοι ε­πε­νέρ­γη­σαν ο έ­νας πά­νω στον άλ­λο και ό­λες αυ­τές οι “ε­νέρ­γει­ες” γέν­νη­σαν τον κό­σμο, ο­λό­κλη­ρο το σύμ­παν” (Η ε­πι­στή­μη, σ. 42).

  1. II. Ο Ζων­τα­νός Δάσκαλος

Στην “Παγ­κό­σμια Λευ­κή Α­δελ­φό­τη­τα” βα­σι­κή ση­μα­σί­α έ­χει ο Δάσκα­λος.

Ο A­i­v­a­n­h­ov δι­α­κρί­νει τούς α­λη­θι­νούς Δα­σκά­λους, τούς “λευ­κούς μά­γους” α­πό τούς “κα­κούς μά­γους” (Τι εί­ναι έ­νας Πνευ­μα­τι­κός Δάσκαλος, εκδ. P­r­o­s­v­e­ta 1982, σ. 16-17).

“Για να εκ­πλη­ρώ­σει κα­νείς το έρ­γο του πνευ­μα­τι­κού ο­δη­γού, εί­ναι α­νάγ­κη να πά­ρει έ­να δί­πλω­μα” στον φυ­σι­κό κό­σμο, που ό­μως έ­χει αν­τι­στοι­χί­α στο πνευ­μα­τι­κό ε­πί­πε­δο (Τι εί­ναι έ­νας ΠΔ, σ. 22).

Α­κό­μα και ο Ι­η­σούς, που λο­γί­ζε­ται έ­νας α­πό τούς πολ­λούς πνευ­μα­τι­κούς Δα­σκά­λους, δεν ήλ­θε τέ­λει­ος πά­νω στη γη· χρει­ά­στη­κε να εκ­παι­δευ­τεί και να δι­δα­χτεί και να κά­νει μί­α με­γά­λη ερ­γα­σί­α ε­ξα­γνι­σμού πριν να δε­χτεί το Ά­γιο Πνεύ­μα στην η­λι­κί­α των τριά­ντα ε­τών (Τι εί­ναι έ­νας ΠΔ, σ. 24-25).

Σε άλ­λο ση­μεί­ο του ί­διου βι­βλί­ου ο “Α­λη­θι­νός Δάσκαλος” θέ­τει στο ί­διο ε­πί­πε­δο ε­ξέ­λι­ξης του Ι­η­σού, το Βού­δα, τον Κρίσ­να, τον Ζω­ρο­ά­στρη, τον Ερ­μή τον Τρι­σμέ­γι­στο, τον Μελ­χι­σε­δέκ. Ό­μως ό­λοι αυ­τοί δεν εί­ναι πλέ­ον “Ζων­τα­νοί Δάσκαλοι”. Η ε­ναρ­μό­νι­ση και “ταύ­τι­ση” με το Ζων­τα­νό Δάσκαλο “εί­ναι α­κό­μα κα­λύ­τε­ρη”, ο­δη­γεί δη­λα­δή σε α­νώ­τε­ρο ε­ξε­λι­κτι­κό ε­πί­πε­δο (Τι εί­ναι έ­νας ΠΔ, σ. 179, 192). Πέρα α­πό αυ­τά, για το “Ζων­τα­νό Δάσκαλο”, “ο Χρι­στός εί­ναι σύμ­βο­λο του Υι­ού του Θε­ού που βρί­σκε­ται μέ­σα σε κά­θε ψυ­χή σαν έ­νας κρυμ­μέ­νος σπιν­θή­ρας. Ο άν­θρω­πος, συν­δε­ό­με­νος με την α­νώ­τε­ρή του ψυ­χή, συν­δέ­ε­ται με αυ­τή την αρ­χή του Χρι­στού που βρί­σκε­ται παν­τού, μέ­σα σε ό­λες τις ψυ­χές και δι­α­μέ­σου αυ­τής συν­δέ­ε­ται με το Θε­ό. Δεν μπο­ρεί­τε να πά­τε στο Θεό πα­ρά μό­νο δι­α­μέ­σου του α­νω­τέ­ρου Ε­γώ, α­φού εί­ναι αυ­τό που πε­ρι­έ­χει τα πάν­τα.­.­.” (Η ε­πι­στή­μη, σ. 34-35).

Φέροντας τον λό­γο στον ε­αυ­τό του ο A­i­v­a­n­h­ov λέ­ει: “Και ε­γώ, πι­στεύ­ε­τε ό­τι ή­μουν α­πό την παι­δι­κή μου η­λι­κί­α ό­πως εί­μαι σή­με­ρα;  Όχι, κι ε­γώ χρό­νια και χρό­νια χρει­ά­στη­κε να κά­νω αυ­τή την ερ­γα­σί­α” (Τι εί­ναι έ­νας ΠΔ, σ. 26).

Ό­ταν κα­νείς βρει τον α­λη­θι­νό Δάσκαλο, πρέ­πει να “συγ­χρο­νι­στεί” μα­ζί του. Ό­λοι πρέ­πει να εί­ναι “συγ­χρο­νι­σμέ­νοι” και σε “συμ­φω­νί­α με τις δο­νή­σεις μου, τις ι­δέ­ες μου, τις σκέ­ψεις μου.­.. Αν εί­μα­στε μα­ζί, αν εί­στε συν­δε­δε­μέ­νοι, συγ­χρο­νι­σμέ­νοι μ’ ε­μέ­να, έ­χε­τε πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρες δυ­να­τό­τη­τες να συλ­λά­βε­τε τις σκέ­ψεις μου, να δε­χτεί­τε με­ρι­κά α­πό τα μό­ρια που στέλ­νον­ται στο δι­ά­στη­μα.­.­.” (Τι εί­ναι έ­νας ΠΔ, σ. 197).

Ι­σχυ­ρί­ζε­ται ό­τι εί­ναι έ­νας “α­γω­γός” του “θε­ϊ­κού κό­σμου”, ώ­στε “να μπο­ρέ­σει να σας βο­η­θή­σει”. Ο “Ζων­τα­νός Δάσκαλος” μι­λά­ει και για α­γά­πη. Ό­μως κά­τω α­πό τον ό­ρο αυ­τό εν­νο­εί μί­α “συγ­χώ­νευ­ση”. Αυ­τό που συμ­βαί­νει ε­δώ δεν εί­ναι η α­νά­πτυ­ξη δι­α­προ­σω­πι­κών σχέ­σε­ων, αλ­λά η “εί­σο­δος” μέ­σα στο μα­θη­τή των ί­δι­ων “δο­νή­σε­ων” του Δα­σκά­λου! (Τι εί­ναι έ­νας ΠΔ, σ. 183).

Ο A­i­v­a­n­h­ov ι­σχυ­ρί­ζε­ται ό­τι ερ­μη­νεύ­ει αυ­θεν­τι­κά τη δι­δα­σκα­λί­α του Χρι­στού· αυ­τό δεν το κά­νει η Εκ­κλη­σί­α! Με τις τε­χνι­κές της ορ­γά­νω­σης κα­τόρ­θω­σε “να μπει μέ­σα στο κε­φά­λι του Ι­η­σού” και άρ­χι­σε να κά­νει μί­α ερ­γα­σί­α “με τη φαν­τα­σί­α”. Έ­τσι φτιά­χνει με την σκέ­ψη του αυ­τό που δεν μπο­ρεί να ε­πι­τύ­χει στο φυ­σι­κό ε­πί­πε­δο! “Φαν­τα­ζό­μουν έ­τσι ό­τι ει­σχω­ρού­σα μέ­σα στη συ­νεί­δη­ση του Ι­η­σού και ό­τι έ­βλε­πα, αι­σθα­νό­μουν και σκε­φτό­μουν ό­πως ε­κεί­νος” (Τι εί­ναι έ­νας ΠΔ, σ. 191).

Έ­τσι μό­νο μέ­σω του A­i­v­a­n­h­ov μπο­ρεί κα­νείς να έλ­θει στον θεό (ΠΔ, σ. 147-148). Ο μα­θη­τής πρέ­πει να εί­ναι “σε συμ­φω­νί­α με το Δάσκαλο”, για­τί και ο Δάσκαλος “εί­ναι ι­κα­νός να κά­νει να συγ­χρο­νι­στεί με την παγκόσμια ζωή, με τη θε­ϊ­κή ζωή” (Τι εί­ναι έ­νας ΠΔ, σ. 149).

Ο A­i­v­a­n­h­ov ε­γεί­ρει α­πό­λυ­τη α­παί­τη­ση. Οι μα­θη­τές του πρέ­πει να τον ε­πι­λέ­ξουν ως Δάσκαλο, και να ταυ­τι­στούν μα­ζί του και με τη φι­λο­σο­φί­α του· “συγ­χρο­νι­στεί­τε με τη φι­λο­σο­φί­α που σας φέρ­νω, δι­α­φο­ρε­τι­κά, α­κό­μα κι αν μεί­νε­τε σ’ ό­λη τη ζωή σε μια Ε­σω­τε­ρι­κή Σχο­λή, δεν θα προ­χω­ρή­σε­τε” (Τι εί­ναι έ­νας ΠΔ, σ. 150). “Η α­γά­πη ό­λων των πλα­νη­τών μα­ζί δεν μπο­ρεί να συγ­κρι­θεί με την α­πε­ραν­το­σύ­νη της α­γά­πης μου.­.­.” (Τι εί­ναι έ­νας ΠΔ, σ. 159)

I­II. Το σχέ­διο για το μέλ­λον της αν­θρω­πό­τη­τας.

Ο A­i­v­a­n­h­ov υ­πο­γραμ­μί­ζει ό­τι δεν πι­στεύ­ει σε καμία παι­δα­γω­γι­κή θε­ω­ρί­α· “πι­στεύ­ω μό­νο στον τρό­πο που ζουν οι γο­νείς πριν και με­τά τη γέν­νη­ση των παι­δι­ών” (O­m­r­a­am M­i­k­h­a­ël A­i­v­a­n­h­ov, Έ­να σχέ­διο για το μέλ­λον της αν­θρω­πό­τη­τας, εκδ. P­r­o­s­v­e­ta 1989, σ. 13).

Το παι­δί που γεν­νι­έ­ται, προ­ϋ­πάρ­χει αν και εν­σαρ­κώ­νε­ται. Το μέλ­λον του ε­ξαρ­τά­ται α­πό την προ­ε­τοι­μα­σί­α των γο­νέ­ων ή­δη πριν α­πό την σύλ­λη­ψη, “για να μπο­ρέ­σουν να έλ­ξουν έ­να υ­πέρ­τα­το πνεύ­μα, για­τί μί­α α­νώ­τε­ρη ον­τό­τη­τα δεν δέ­χε­ται να εν­σαρ­κω­θεί κον­τά σε ά­το­μα που δεν έ­χουν φτά­σει σε κά­ποι­ο βαθ­μό α­γνό­τη­τας και κυ­ρι­αρ­χί­ας”. Το έρ­γο της εκ­παι­δεύ­σε­ως των γο­νέ­ων έ­χει αναλάβει η “Παγ­κό­σμια Λευ­κή Α­δελ­φό­τη­τα” (Έ­να σχέ­διο, σ. 21-22).

  1. IV. Θε­τι­κή σκέ­ψη.

Κα­τά την αν­τί­λη­ψη του A­i­v­a­n­h­ov δεν χρει­ά­ζον­ται παι­δα­γω­γι­κές θε­ω­ρί­ες. Αυ­τό που χρειάζεται για τη μη­τέ­ρα εί­ναι να σκέ­πτε­ται και να α­πο­τυ­πώ­νει μέ­σα της την ει­κό­να του ι­δα­νι­κού παι­διού. “Μόνο αυ­τό που σκέ­φτε­ται, αυ­τό που αι­σθά­νε­ται μέ­σα της α­πο­τυ­πώ­νε­ται πά­νω του και με­τα­βι­βά­ζε­ται κλη­ρο­νο­μι­κά α­πό γε­νε­ά σε γε­νε­ά” (Έ­να σχέ­διο, σ. 24).

Το σπέρ­μα του πα­τέ­ρα “φέ­ρει ή­δη μέ­σα του το σχέ­διο του τι θα εί­ναι το παι­δί, τις ι­κα­νό­τη­τές του, τα χα­ρί­σμα­τά του η, αν­τί­θε­τα τα κε­νά του, τα εγ­κλή­μα­τά του”. Η μη­τέ­ρα, στο δι­ά­στη­μα των εν­νέ­α μη­νών “ερ­γά­ζε­ται πά­νω στο σπέρ­μα.­.. δη­μι­ουρ­γών­τας τις ευ­νο­ϊ­κές η τις δυ­σμε­νείς συν­θή­κες για την α­νά­πτυ­ξη των δι­α­φό­ρων χα­ρα­κτη­ρι­στι­κών που πε­ρι­έ­χον­ται μέ­σα στο σπέρ­μα”. Αυ­τό γί­νε­ται με τις κα­τάλ­λη­λες σκέ­ψεις και ο­νο­μά­ζε­ται “πνευ­μα­τι­κή γαλ­βα­νο­πλα­στι­κή” (Έ­να σχέ­διο, σ. 25-26).

Δι­α­σα­φη­νί­ζον­τας το ό­ρο γαλ­βα­νο­ποί­η­ση, ο “Ζων­τα­νός Δάσκαλος” προ­τρέ­πει:

“Δι­α­λέξ­τε την ει­κό­να ε­νός τέ­λει­ου όν­τος η ε­νός υ­ψη­λού ι­δα­νι­κού και θα την το­πο­θε­τή­σε­τε στην καρ­διά σας, και θα δι­α­λο­γί­ζε­στε πά­νω σ’ αυ­τή, θα την θαυ­μά­ζε­τε με λα­τρεί­α. Έ­τσι θα α­πο­κα­τα­στή­σε­τε το πνευ­μα­τι­κό ρεύ­μα το ο­ποί­ο θα θρέ­ψει αυ­τή την ει­κό­να με τα πιο ευ­γε­νή υ­λι­κά δι­α­λυ­μέ­να μέ­σα στην ψυ­χή σας. Και έ­τσι, πλη­σι­ά­ζον­τας ε­σω­τε­ρι­κά αυ­τή την ει­κό­να η αυ­τό το υ­ψη­λό ι­δα­νι­κό το ο­ποί­ο θαυ­μά­ζε­τε, θα συγ­κε­κρι­με­νο­ποι­εί­ται ό­λο και πε­ρισ­σό­τε­ρο μέ­σα σας” (Η ε­πι­στή­μη, σ. 23).

  1. V. Αλ­χη­μεί­α.

Ο A­i­v­a­n­h­ov κι­νεί­ται ε­πί­σης στο χώ­ρο της πνευ­μα­τι­κής αλ­χη­μεί­ας (βλ. Α. Α­λε­βι­ζο­πού­λου, ο α­πο­κρυ­φι­σμός στο φως της Ορ­θο­δο­ξί­ας, τεύ­χος Γ’ Αλ­χη­μεί­α, Α­θή­να 1995, σ. 59-61). Το αν­δρι­κό σπέρ­μα, λέ­γει, το­πο­θε­τεί­ται “στην κά­θο­δο”, δη­λα­δή στον κόλ­πο της μη­τέ­ρας. Μόλις η γυ­ναί­κα μεί­νει έγ­κυ­ος, “έ­να ρεύ­μα αρ­χί­ζει να κυ­κλο­φο­ρεί με­τα­ξύ του εγ­κε­φά­λου της (η ά­νο­δος) και του σπέρ­μα­τος (κά­θο­δος). Ό­μως ο εγ­κέ­φα­λος εί­ναι ε­νω­μέ­νος “με την Πη­γή της κο­σμι­κής ζωικής ε­νέρ­γειας, το θεό, α­π’ ό­που δέ­χε­ται το ρεύ­μα και αυ­τό το ρεύ­μα κυ­κλο­φο­ρεί στη συ­νέ­χεια α­πό τον εγ­κέ­φα­λο στο έμ­βρυ­ο. Το πο­λύ­τι­μο “μέ­ταλ­λο” εί­ναι η θε­τι­κή σκέ­ψη:

Η μη­τέ­ρα πρέ­πει να κά­νει θε­τι­κές σκέ­ψεις και αυ­τές αν­τη­χούν με το πο­λύ­τι­μο μέ­ταλ­λο, που αν­ταλ­λάσ­σει το α­κα­τέρ­γα­στο υ­λι­κό (Έ­να σχέ­διο, σ. 28-29).

“Μόλις δε­χτεί το σπέρ­μα μέ­σα στον κόλ­πο της (στην κά­θο­δο), βά­ζει στο κε­φά­λι της (στην ά­νο­δο) μια πλά­κα χρυ­σού, δη­λα­δή τις πιο α­νώ­τε­ρες σκέ­ψεις και τα πιο α­νώ­τε­ρα συ­ναι­σθή­μα­τα. Η κυ­κλο­φο­ρί­α αρ­χί­ζει, και το αί­μα δι­α­τρέ­χει ό­λο το σώ­μα και φέρ­νει στο σπέρ­μα αυ­τό το α­νώ­τε­ρο μέ­ταλ­λο”· “Η μη­τέ­ρα μπο­ρεί να κά­νει με­γά­λα θαύ­μα­τα, για­τί έ­χει το κλει­δί των δυ­νά­με­ων της ζω­ής” (Έ­να σχέ­διο, σ. 30-31).

Οι γο­νείς δεν πρέ­πει να πα­ρα­λεί­πουν να μι­λούν “για το Δέντρο της Ζω­ής, για τις ου­ρά­νι­ες ι­ε­ραρ­χί­ες”, χω­ρίς αυ­τό να ση­μαί­νει ό­τι πρέ­πει να του α­πα­ριθ­μούν ό­λα τα “καβ­βα­λι­στι­κά ο­νό­μα­τα του σε­φι­ρο­θι­κού Δέντρου” (Έ­να σχέ­διο, σ. 121).

Σε ο­μι­λί­α του, ο A­i­v­a­n­h­ov, με θέ­μα: “Η σπου­δαι­ό­τη­τα της συγ­κέν­τρω­σης για τη δη­μι­ουρ­γί­α του πνευ­μα­τι­κού Λέιζερ” (Μπου­φάν 18.8.1985, πο­λυ­γρα­φη­μέ­νη) α­να­φέ­ρε­ται ό­τι ο Ερ­μής ο Τρι­σμέ­γι­στος ή­ταν “το πιο πνευ­μα­τι­κό ον και το πιο ι­σχυ­ρό στην Αί­γυ­πτο.  Ήταν σχε­δόν μια θε­ό­τη­τα”· ο δη­μι­ουρ­γός του “Σμα­ρα­γδέ­νιου Πίνακα”, που έ­χει τέ­τοι­ο βά­θος, ώ­στε α­κό­μα και οι πιο με­γά­λοι αλ­χη­μι­στές δεν μπό­ρε­σαν να α­πο­κρυ­πτο­γρα­φή­σουν”. Ο πί­να­κας αυ­τός “δεί­χνει ό­τι εί­χε τη Γνώ­ση και των τρι­ών κό­σμων, του φυ­σι­κού κό­σμου, του α­στρι­κού κό­σμου και του νο­η­τι­κού κό­σμου”. Μόνο ο “Ζων­τα­νός Δάσκαλος” μπό­ρε­σε “να α­πο­κρυ­πτο­γρα­φή­σει πολ­λά πράγ­μα­τα στο φυ­σι­κό ε­πί­πε­δο”.

“Εάν ξέ­ρει κα­νείς, ό­τι υ­πάρ­χουν βαθ­μοί και βαθ­μοί να δι­α­σχί­σει και αν γνω­ρί­ζει πως να το κά­νει αυ­τό, ξε­περ­νά­ει τούς αν­θρώ­πους και γί­νε­ται υ­πε­ράν­θρω­πος και με­τά γί­νε­ται αγ­γε­λι­κό ον, αρ­χαγ­γε­λι­κό και τέ­λος θα εί­ναι μί­α θε­ό­τη­τα”.

  1. VI. Δι­α­λο­γι­σμός.

Η “τε­χνι­κή” της ορ­γά­νω­σης εί­ναι ο δι­α­λο­γι­σμός. Ο A­i­v­a­n­h­ov κα­λεί τούς γο­νείς να εγ­κα­τα­λεί­ψουν κα­τά και­ρούς την οι­κο­γέ­νεια και να α­σχο­λη­θούν με το δι­α­λο­γι­σμό· “ί­σως μι­σή ώ­ρα, μί­α ώ­ρα,­.­.. ί­σως μί­α μέ­ρα η τρεις μή­νες” (έ­να σχέ­διο, σ.79). Σε άλ­λο ση­μεί­ο α­να­φέ­ρει ό­τι συγ­κι­νεί­ται να βλέ­πει κά­θε πρωί τις μη­τέ­ρες να φέρ­νουν τα μω­ρά τους “στο βρά­χο”. Δίνει τη συμ­βου­λή: Κα­θί­στε ή­συ­χα κά­που και α­πευ­θυν­θεί­τε σ’ αυ­τό: “Ε­σύ θη­σαυ­ρέ μου, α­γά­πη μου, φως μου.­.. θεέ μου, θέ­λω αυ­τό το παι­δί να γί­νει ο υ­πη­ρέ­της Σου”. Οι ε­πι­θυ­μί­ες της “κα­τα­γρά­φον­ται πά­νω στο αι­θε­ρι­κό, α­στρι­κό και νο­η­τι­κό σώ­μα του παι­διού.­.­.” (Έ­να σχέ­διο, σ. 78-79).

“Προσπαθήστε λοι­πόν να λού­ζε­τε το παι­δί σας με αυ­τές τις φω­τει­νές α­κτί­νες σε ό­λα τα κύτ­τα­ρα του σώ­μα­τός του.­.­.” (Έ­να σχέ­διο, σ. 82).

V­II. Με­τεν­σάρ­κω­ση.

Το σχέ­διο “για το μέλ­λον της αν­θρω­πό­τη­τας” προ­ϋ­πο­θέ­τει την πί­στη στην δο­ξα­σί­α του Κάρμα και της με­τεν­σάρ­κω­σης.

Με τις πρα­κτι­κές της κί­νη­σης πρέ­πει κα­νείς να α­νέλ­θει α­πό με­τεν­σάρ­κω­ση σε με­τεν­σάρ­κω­ση ό­λα τα ε­πί­πε­δα του καβ­βα­λι­στι­κού Δένδρου, ώ­σπου να ε­πι­στρέ­ψει στο α­νώ­τα­το ε­ξε­λι­κτι­κό ε­πί­πε­δο, στην α­νεκ­δή­λω­τη θε­ό­τη­τα.

Οι “Δάσκαλοι” α­πο­τε­λούν α­νώ­τε­ρα ε­ξε­λιγ­μέ­να όν­τα στο “Δένδρο της Ζω­ής”. Στο ε­πί­πε­δο του Δα­σκά­λου φθά­νει κα­νείς ύ­στε­ρα α­πό αυ­το­ε­ξέ­λι­ξη μέ­σω α­να­ρίθ­μη­των με­τεν­σαρ­κώ­σε­ων στην διά­ρκεια χι­λι­ε­τη­ρί­δων (Τι εί­ναι έ­νας ΠΔ, σ. 13-15). “Α­πό εν­σάρ­κω­ση σε εν­σάρ­κω­ση, προ­σθέ­τει νέ­α πνευ­μα­τι­κά στοι­χεί­α, έ­ως την η­μέ­ρα που γί­νε­ται έ­νας α­λη­θι­νός α­γω­γός του φω­τός και των θε­ϊ­κών α­ρε­τών” (Τι εί­ναι έ­νας ΠΔ, σ. 15).

Ο “Ζων­τα­νός Δάσκαλος” μας λέ­ει: “ό­λα τα όν­τα που έ­χε­τε συ­ναν­τή­σει α­πό την αρ­χή των πολύπαθων εν­σαρ­κώ­σε­ών σας, οι σύ­ζυ­γοι, οι γυ­ναί­κες που εί­χα­τε, οι ε­ρα­στές η οι ε­ρω­μέ­νες, ό­λοι σας εγ­κα­τέ­λει­ψαν για­τί δεν ή­ταν για σας.­.. Το αν­θρώ­πι­νο ον συ­ναν­τά την α­δελ­φή ψυ­χή του δώ­δε­κα φο­ρές κα­τά τη διά­ρκεια ό­λων των με­τεν­σαρ­κώ­σε­ών του” (Η ε­πι­στή­μη, σ. 32).

Κα­τά τον A­i­v­a­n­h­ov η ψυ­χή του παι­διού, δη­λα­δή το πνευ­μα­τι­κό ον που εν­σαρ­κώ­νε­ται, “δεν ει­σχω­ρεί πα­ρά τη στιγ­μή της γέν­νη­σής του, με την πρώ­τη α­να­πνο­ή” (Έ­να σχέ­διο, σ. 35).

Αν­τί­θε­τα με ό,τι υ­πο­στη­ρί­ζει η Ι­ω­άν­να Μα­ρή, ο A­i­v­a­n­h­ov πα­ρα­δέ­χε­ται ό­τι η θε­ω­ρί­α του α­πορ­ρί­πτε­ται α­πό την “ε­πί­ση­μη ε­πι­στή­μη” (έ­να σχέ­διο, σ. 47).

Ό­σα εκ­θέ­σα­με α­πο­δει­κνύ­ουν ό­τι ο A­i­v­a­n­h­ov κι­νεί­ται έ­ξω α­πό τον χώ­ρο της χρι­στι­α­νι­κής πί­στης.  Εί­ναι έ­να σύ­στη­μα αυ­το­πραγ­μά­τω­σης και αυ­το­σω­τη­ρί­ας. Ό­λα τα όν­τα και κά­θε τι που υ­πάρ­χει βρί­σκε­ται σε ε­νια­ία ε­ξε­λι­κτι­κή κλί­μα­κα . Α­κό­μη και ο Ι­η­σούς Χρι­στός δεν βρί­σκε­ται έ­ξω η πά­νω α­πό αυ­τήν την κλί­μα­κα.

Ο Ι­η­σούς Χρι­στός βρί­σκε­ται κά­που, εν­δι­ά­με­σα, στο ί­διο ε­πί­πε­δο με τούς δι­α­φό­ρους ι­δρυ­τές των θρη­σκει­ών. Αλ­λά σή­με­ρα δεν έ­χει την δυ­να­τό­τη­τα να προ­σφέ­ρει βο­ή­θεια. Την βο­ή­θεια προ­σέ­φε­ρε ο  O­m­r­a­am M­i­k­h­a­ël A­i­v­a­n­h­ov, που στο με­τα­ξύ έ­παυ­σε να εί­ναι ο “ζων­τα­νός δά­σκα­λος” (πέ­θα­νε το 1986). Ό­μως μπο­ρεί κα­νείς και σή­με­ρα να βρει αυ­τή τη βο­ή­θεια στις ι­ε­ραρ­χι­κές δο­μές και στις τε­χνι­κές της ορ­γά­νω­σης, που μπαίνουν στη θέ­ση της πνευ­μα­τι­κής ζω­ής της Εκ­κλη­σί­ας.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει