Εκφωνηθείσα την Κυριακή των Αγίων Πάντων
Ἡ ὁμοιότητα λοιπὸν τῶν θείων ἐπιβραβεύσεων πρὸς αὐτὰ ποὺ τοῦ προσφέρομε εἶναι τέτοια. Ἐξετάστε καὶ τὴ διαφορὰ πρὸς τὰ ἄνω τῆς θείας ἀμοιβῆς γιὰ κείνους ποὺ τὸν ὁμολογοῦν μέσα στὸν ἑαυτό του. Κάθε ἅγιος σὰν δοῦλος τοῦ Θεοῦ ἔκαμε φανερὰ τὴν ὁμολογία μέσα στὸν πρόσκαιρο αὐτὸν βίο καὶ μπροστὰ σὲ θνητοὺς ἀνθρώπους ἤ γιὰ νὰ πῶ καλύτερα σ’ ἕνα ἐλάχιστο σημεῖο τῆς ζωῆς αὐτῆς καὶ σὲ λίγους ὅπως εἶπα ἀνθρώπους. Ὁ Κύριος μας ὅμως Ἰησοῦς Χριστός, ἐπειδὴ εἶναι Κύριος τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς θὰ μιλήση φανερὰ γι’ αὐτοὺς μέσα στὸν αἰώνιο καὶ ἀκατάλυτο ἐκεῖνο κόσμο μπροστὰ στὸ Θεὸ καὶ Πατέρα, σὲ ἀγγέλους ποὺ στέκονται ὁλόγυρα, σὲ ἀρχαγγέλους, ὅλες τὶς δυνάμεις τοῦ οὐρανοῦ, κι ἐνῶ θὰ εἶναι παρόντες ὅλοι ἀπὸ τὸν Ἀδάμ ὡς τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου. Ὅλοι θ’ ἀναστηθοῦν καὶ θὰ σταθοῦν κοντὰ στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ τότε, ἐνῶ θὰ εἶναι ὅλοι μπροστὰ κι ὅλοι θὰ βλέπουν, θὰ φωνάξη τὰ ὀνόματα καὶ θὰ δοξάση καὶ θὰ στεφανώση ἐκείνους ποὺ ἔδειξαν ὡς τὸ τέλος τὴν πίστη τους σ’ αὐτόν. Γιατὶ πρέπει νὰ προσπαθήσω νὰ δείξω τοὺς οὐράνιους ἐκείνους στεφάνους, τὶς ὑπερβολικὲς ἐκεῖνες ἀμοιβὲς ποὺ μᾶς περιμένουν, ποὺ οὔτε μάτι σὰν τὸ δικό μας μπορεῖ νὰ δῆ, οὔτε αὐτὶ ν’ ἀκούση, οὔτε νὰ σκεφθῆ; Ἀλλὰ καὶ αὐτὰ ποὺ βλέπομε τώρα εἶναι τόσο ἀξιοθαύμαστα. Ποιός λόγος μπορεῖ ν’ ἀποκαλύψη τὴ δόξα ποὺ παρέχει ὁ Θεὸς στὰ λείψανα καὶ τὰ ὀστὰ τῶν ἁγίων, ποὺ παρατείνεται σ’ ὅλο τὸ μάκρος τοῦ χρόνου, τὴν ἱερὴ εὐωδία ποὺ ἀναδίνεται ἀπ’ αὐτὰ τὰ μύρα ποὺ ἀναβλύζουν, τὶς δωρεὰν θεραπεῖες, τὴ διενέργεια τῶν θαυμάτων, τὶς ποικίλες καὶ σωτήριες γιὰ μᾶς ἐμφανίσεις ποὺ γίνονται σ’ αὐτά. Νὰ πῶ κάτι ἀπ’ αὐτὰ ποὺ προσφέρονται σ’ αὐτοὺς ἀπὸ μᾶς; Λίγο χρόνο, ὅπως εἶπα, κράτησε ἡ θαρρετὴ ὁμολογία τοῦ Θεοῦ ἀπὸ καθέναν ἀπὸ τοὺς ἁγίους καὶ μπροστὰ σὲ μερικοὺς ἄρχοντες καὶ βασιλεῖς· ἀνυμνοῦν ὅμως καὶ μεγαλύνουν τιμῶντας καὶ δοξάζοντας καὶ προσκυνῶνας ὄχι αὐτοὺς μονάχα καὶ τὶς εἰκόνες τους σὰ νὰ ἦσαν κύριοι καὶ παραπάνω ἀπὸ κύριοι καὶ βασιλεὶς οἱ βασιλεῖς καὶ οἱ ἄρχοντες κι ὅλοι οἱ ὑπηκόοι προσπέφτοντας σ’ αὐτοὺς μὲ τὸση προθυμία καὶ χαρά, ὥστε νὰ εὔχεται κανεὶς νὰ τὸ κληρονομήσουν αὐτὸ καὶ στὰ παιδιὰ περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο, σὰ μιὰ καλότυχη κληρονομία, ποὺ προξενεῖ τὴν πιὸ ψηλὴ εὐτυχία. Κι αὐτὸ εἶναι δεῖγμα καὶ ἐξοικόνιση καὶ σάμπως προανάκρουσμα τῆς δόξας ἐκείνης τῆς ἄρρητης ποὺ μᾶς περιμένει ποὺ καὶ τώρα τὴ χαίρονται τὰ πνεύματα τῶν δικαίων καὶ ποὺ θὰ τὴν ἐπιτύχουν μαζί μ’ αὐτὰ καὶ τὰ σώματα ποὺ μαζὶ μὲ τὰ πνεύματα πέρασαν ὄλο τὸν ἀγῶνα τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὴ τὴν ὑπερβολὴ τῆς δόξας καὶ τῶν μελλοντικῶν ἀγαθῶν κάνοντας ἔνδειξη ὁ Κύριος στοὺς ἁγίους μαθητὰς καὶ ἀποστόλους ἀπὸ τὴ μιὰ εἶπε «Ἀλήθεια σᾶς λέγω, σεῖς ποὺ μ’ ἀκολουθήσατε, στὴν ὥρα τοῦ ξαναγεννημοῦ, ὅταν ὁ Γιὸς τοῦ ἀνθρώπου καθίση στὸν θρόνο τῆς δόξας του θὰ καθίσετε καὶ σεῖς σὲ δώδεκα θρόνους καὶ θὰ κρίνετε τὶς δώδεκα φυλὲς τοῦ Ἰσραήλ». Καὶ σ’ ὅλους πάλι γενικὰ ποὺ πιστεύουν. «Καθένας ποὺ ἄφησε σπίτι ἤ ἀδελφὴ ἤ ἀδελφὲς ἤ πατέρα ἤ μάνα ἤ γυναῖκα ἤ παιδιὰ ἤ χωράφια γιὰ χάρη μου, θὰ λάβη ἑκατὸ φορὲς περισσότερο καὶ θὰ κληρονομήση ζωὴ παντοτινή. Κι ὅποιος ἀγαπᾶ τὸν πατέρα ἤ τὴ μάνα του περισσότερο ἀπὸ μένα δὲν εἶναι ἄξιός μου». Ἐπεῖδὴ ὁ Θεὸς καὶ Πατέρας ἔδωσε γιὰ χάρη μας τὸν Γιὸ του τὸν ἀγαπητὸ (καὶ ὁ ἴδιος ὁ Γιὸς τοῦ Θεοῦ ὁ μονογενὴς ἔδωσε τὴν ψυχή του γιὰ χάρη μας) ζητεῖ κι ἀπὸ μᾶς δίκαια ὅλους τοὺς συγγενεῖς μας νὰ μὴν λογαριάζωμε, ὅταν μᾶς ἐμποδίζουν στὴν εὐσέβεια καὶ τὸν εὐσεβῆ βίο. Καὶ τί λέγω τοὺς συγγενεῖς; Εἶναι δίκαιο καὶ ἀναγκαῖο νὰ προσφέρη καθένας τὴν ἴδια τὴν ψυχή του, ὅταν τὸ καλέση ἡ περίσταση, ἄν θέλη νὰ ἐπιτύχη τὴν παντοτινὴ ζωή, ἀφοῦ ὁ ἴδιος ὁ Γιὸς τοῦ Θεοῦ ἔδωσε γιὰ μᾶς τὴν ψυχή του. Γι’ αὐτὸ λέει καὶ «ὅποιος δὲν παίρνει τὸ σταυρό του καὶ δὲν μ’ ἀκολουθεῖ δὲν εἶναι ἄξιος μου». Σταυρὸς λοιπὸν εἶναι καὶ τὸ νὰ σταυρώση κανεὶς τὴ σάρκα μὲ τὰ πάθη καὶ τὶς ἐπιθυμίες.
Ὅταν λοιπὸν εἶναι περίοδος εἰρήνης, νεκρώνει μὲ τὴν ἀρετὴ ὁ ἄνθρωπος τὰ κακὰ πάθη καὶ τὶς ἐπιθυμίες καὶ σηκώνοντας ἔτσι τὸ σταυρὸ του ἀκολουθεῖ τὸν Κύριο. Ὅταν πάλι εἶναι περίοδος διωγμοῦ, περιφρονῶντας καὶ τὴν ἴδια τὴ ζωὴ καὶ παραδίδοντας τὴν ψυχὴ του γιὰ χάρη τῆς εὐσέβειας, σηκώνει ἔτσι τὸ σταυρό του καὶ ἀκολουθεῖ τὸν Κύριο καὶ ἔτσι κληρονομεῖ τὴν παντοτινὴ ζωή. Ὅποιος εὕρη τὴν ψυχὴ του λέει θὰ τὴ χάση, κι αὐτὸς ποὺ ἔχασε τὴν ψυχή του γιὰ μένα θὰ τὴν εὕρη. Τί σημαίνει αὐτό; Ὅποιος ἔχασε τὴν ψυχή του θὰ τὴν εὕρη; Ὁ ἄνθρωπος εἶναι διπλός, ὁ ἔξω, δηλαδὴ τὸ σῶμα καὶ ὁ μέσα μας ἄνθρωπος δηλ. ἡ ψυχή. Ὅποιος λοιπὸν παραδώση σὲ θάνατο τὸν ἑαυτό του ὡς πρὸς τὸν ἔξω ἄνθρωπο χάνει τὴν ψυχή του ποὺ χωρίζεται ἀπ’ αὐτόν. Αὐτὸς λοιπὸν ποὺ χάνει τὴν ψυχή του γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Εὐαγγελίου, αὐτὸς πραγματικὰ θὰ τὴν εὕρη, ἀφοῦ τῆς χαρίση ζωὴ οὐράνια καὶ παντοτινὴ καὶ τέτοια θὰ τὴν πάρη κατὰ τὴν ἀνάσταση καὶ τέτοιος θὰ γίνη κι αὐτὸς κατὰ τὸ σῶμα ἐξ αἰτίας της, οὐράνιος κι αἰώνιος. Ἐπειδὴ ὅμως αὐτὰ εἶναι δύσκολα καὶ μεγάλα καὶ γιὰ τοὺς τέλειους μόνο καὶ γιὰ νὰ πῶ ἔτσι, ἀποστολικά, νὰ σταυρώσης δηλ. τὴ σάρκα μὲ τὰ πάθη καὶ τὶς ἐπιθυμίες, νὰ εἶσαι ἕτοιμος γιὰ τὴν ἐσχάτη περιφρόνηση καὶ τὸν πιὸ ἐπονείδιστο θάνατο γιὰ χάρη τοῦ καλοῦ, νὰ χάσης τὴν ψυχή σου γιὰ χάρη τοῦ Εὐαγγελίου, αὐτὰ ποὺ στὴ συνέχεια λέει ὁ Κύριος εἶναι γιὰ νὰ ἐνθαρρυνθοῦν οἱ πιὸ ἀτελεῖς ποὺ τὸσο ὑπεράνθρωπα ἀγωνίζονται· «αὐτὸς ποὺ δέχεται ἐσᾶς» δηλαδὴ τοὺς ἀποστόλους καὶ τοὺς ὕστερ’ ἀπ’ αὐτοὺς Πατέρες καὶ δασκάλους τῆς εὐσεβείας δέχεται καὶ ἐμένα κι ὅποιος δέχεται ἐμένα, δέχεται ἐκεῖνον ποὺ μ’ ἔστειλε.
Γιὰ τοὺς τέλειους ἐκείνους ἀπὸ δῶ ἑτοιμάζει ὑποδοχή, σ’ ὅσους δὲν εἶναι τέλειοι παρέχει τὴ σωτηρία, ἐπειδὴ ὑποδέχονται ἐκείνους. Βλέπεις πόσο μεγάλος εἶναι κι ὁ μισθὸς γι’ αὐτοὺς ποὺ δέχονται ὅσους ζοῦν κατὰ Θεὸ κι ὅσους διδάσκουν τὴν ἀλήθεια. Γιατὶ ὅποιος τοὺς δέχεται αὐτοὺς δέχεται τὸν Πατέρα καὶ τὸ Γιό. Πῶς λοιπὸν πρέπει νὰ τοὺς δεχώμαστε αὐτούς; Ὄχι μόνο νὰ τοὺς φιλοξενοῦμε καὶ νὰ τοὺς ἀναπαύωμε ἀλλὰ καὶ νὰ τοὺς ἀκοῦμε. Γι’ αὐτὸ σ’ ἄλλο σημεῖο θέλοντας νὰ φοβίση ἐκείνους ποὺ τοὺς ἀψηφοῦν, ἔλεγε στοὺς μαθητές του. «Ὅποιος σᾶς ἀψηφᾶ, ἀψηφᾶ ἐμένα κι ὅποιος ἀψηφᾶ ἐμένα ἀψηφᾶ ἐκεῖνον ποὺ μ’ἔστειλε». Ἀλλὰ κι αὐτὸς ποὺ φιλοξενεῖ μόνο κι ἀναπαύει τοὺς ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ, ἄν αὐτὸ τὸ κάμη γιὰ τὸ Θεό, θὰ πάρη μισθὸ πολύ. Αὐτὸ φανερώνοντας ὁ Κύριος ἔλεγε· «Ὅποιος δέχεται προφήτη ὡς προφήτη θὰ πάρη μισθό προφήτου κι ὅποιος δέχεται δίκαιο ὡς δίκαιο θὰ λάβη δικαίου μισθό». Πῶς θὰ πάρη μισθὸ προφήτου καὶ μισθὸ δικαίου; Ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος τὸ δικὸ τους περίσσευμα θ’ ἀναπληρώση τὸ ὑστέρημα τὸ δικό μας. Κι ὅποιος τὸν δίκαιο σὰ δίκαιο δέχεται κι ἀναπαύει κι ἄν δὲν προσφέρη μ’ ἀφθονία ἀλλὰ δώση μικροπράγματα, θὰ κερδίση τὰ μεγάλα. Ὅποιος ποτίση ἕνα ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς μικροὺς ἕνα ποτήρι νερὸ στ’ ὄνομα μαθητοῦ, σᾶς βεβαιώνω ὅτι δὲ θὰ χάση τὸ μισθό του. Μὲ αὐτὰ τὰ λόγια καὶ τὶς ἐντολὲς δὲν φροντίζει μόνο γιὰ τοὺς δικαίους καὶ τοὺς μαθητὰς ἀλλὰ πολὺ περισσότερο γιὰ αὐτοὺς ποὺ τοὺς δέχονταν. Ἄν φρόντιζε μόνο γι’ αὐτούς, θὰ συνιστοῦσε τὴν ὑποδοχή τους μόνο καὶ θὰ ζητοῦσε τὴν ὑποδοχὴ μονάχα ἐκείνων καὶ τὴν ἀνάπαυση, ὅπως καὶ νὰ ἦταν. Τώρα ὅμως μὲ τὴν προσθήκη, σὲ ὄνομα προφήτου καὶ μαθητοῦ καὶ δικαίου δείχνει ὅτι φροντίζει περισσότερο αὐτοὺς ποὺ δέχονται θέλοντας ν’ ἀλλάξη τὴν ἀντίληψή τους στὸ καλύτερο, ὥστε μὲ τὴν ἀρετὴ ν’ ἀκολουθήση καὶ ὁ μισθός τους. Ἡ Ἐκκλησία λοιπὸν τοῦ Χριστοῦ τιμῶντας μετὰ τὸν θάνατο αὐτοὺς ποὺ ἔζησαν ἀληθινὰ κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ὅλο τὸ χρόνο μνημονεύει κάθε μέρα αὐτοὺς ποὺ τὴ μέρα ἐκείνη ἔφυγαν ἀπὸ δῶ, καὶ τοὺς ἁγίους ποὺ ἀποδήμησαν ἀπὸ τὴν ζωὴ αὐτὴ τὴ σημαδεμένη μὲ τὸ θάνατο. Καὶ φέρνει μπροστὰ στὰ μάτια μας τὴ ζωὴ καθενὸς γιὰ δική μας ὠφέλεια καὶ παρουσιάζει τὸ τέλος τους, εἴτε ἦταν εἰρηνικὸ εἴτε ἔκλεισε ἡ ζωή του μὲ τὴ σφραγίδα τοῦ μαρτυρίου. Καὶ τώρα μετὰ τὴ Πεντηκοστή, ἀφοῦ ὅλους μαζί μᾶς συγκέντρωσε, τοὺς κάμνει κοινὰ ἔπαινο, ὄχι μόνο ἐπειδὴ ὅλοι εἶναι ἑνωμένοι μεταξὺ τους κι εἶναι ἕνας κατὰ τὴν εὐχὴ τοῦ Κυρίου. «Δῶσε σ’ αὐτοὺς, λέει πρὸς τὸν Πατέρα στὸ Εὐαγγέλιο ὁ Κύριος, δῶσε τους νὰ εἶναι ὅλοι ἕνα, ὅπως ἐγώ, Πατέρα, μὲ σένα καὶ σὺ μέ μένα ἔτσι κι αὐτοὶ νὰ εἶναι ἑνωμένοι μαζί μας ἀληθινά».
Δὲν ἀποδίδει λοιπὸν σ’ ὅλους αὐτοὺς ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ τὸν κοινὸ ὕμνο μόνο γι’ αὐτὸ τὸ λόγο ἀλλὰ καὶ γιατὶ σπεύδει ἔτσι μὲ τὴν ἁγία Τεσσαρακοστὴ κι ἔπειτα τὴν Πεντηκοστὴ νὰ φανέρωση καὶ ν’ ἀνυμνήση ὅλα τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ. Ἀφοῦ λοιπὸν ὅλα τὰ ἐφανέρωσε, ὅπως γνωρίζετε, πῶς στὴν ἀρχὴ ἔγινε ἀπὸ τὸ Θεὸ ὅλος αὐτὸς ὁ κόσμος· πῶς ὁ Ἀδὰμ διώχτηκε ἀπὸ τὸν παράδεισο καὶ τὸ Θεό· πῶς ὁ παλαιὸς λαὸς δέχτηκε τὴν κλήση τοῦ Θεοῦ· πῶς κι αὐτοὶ μὲ τὶς παραβάσεις τους ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ τὴν οἰκειότητά τους μὲ τὸ Θεό· πῶς ὁ μονογενὴς Γιὸς τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ἔκλινε τοὺς οὐρανοὺς κατέβηκε σ’ ἐμᾶς κι ἀφοῦ ἔπραξε θαυμάσια, καὶ ἐδίδαξε κήρυγμα σωτηρίας, ἔπαθε καὶ πέθανε γιὰ μᾶς σὰν ἄνθρωπος θάφτηκε ἀλλὰ καὶ σὰ Θεὸς ἀναστήθηκε σὲ τρεῖς μέρες καὶ στοὺς οὐρανοὺς ἀπ’ ὅπου κατέβηκε ὕστερα ξαναγύρισε καὶ καθίζοντας στὰ δεξιὰ τοῦ Πατέρα ἔστειλε ἀπὸ κεῖ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα. Ἀφοῦ λοιπὸν ὅλα αὐτὰ τὰ ὕμνησε ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ τώρα κι ἐκεῖνο ποὺ ἔλειπε προσθέτοντας καὶ παρουσιάζοντας, πόσο πολλοὺς δηλαδὴ καὶ ὡραίους καρποὺς μάζεψε γιὰ νὰ ζήσουν αἰώνια ἡ παρουσία τοῦ Κυρίου μας καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡ δύναμη τοῦ παναγίου Πνεύματος, ὅλων μαζί τῶν ἁγίων κάμνει τὸ μνημόσυνο καὶ σ’ ὅλους τὸν ὕμνο καὶ τὴν τιμὴ ἀποδίδει σήμερα.
Ἄς τιμήσωμε λοιπὸν κι ἐμεῖς, ἀδελφοί μου, τοὺς ἁγίους τοῦ Θεοῦ. Καὶ θὰ τοὺς τιμήσωμε πῶς; Ἄν κατὰ τὸ παράδειγμα ἐκείνων καθαρίσωμε τοὺς ἑαυτούς μας ἀπὸ κάθε μόλυσμα σαρκικὸ καὶ πνευματικὸ κι ἄς ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ τὶς κακίες προχωρῶντας πρὸς τὴν ἁγιότητα μὲ τὴν ἀποχὴ ἀπ’ αὐτές. Ἄν ἐμποδίσωμε τὴ γλῶσσα μας ἀπὸ τὸν ὅρκο καὶ τὴν ἐπιορκία, ἀπὸ τὴ φλυαρία καὶ ὑβρεολογία καὶ τὰ χείλη μας ἀπὸ τὸ ψεῦδος καὶ τὴ συκοφαντία κι ἔτσι τοὺς προσφέρομε τὸν ἔπαινο. Ἄν δὲν καθαρίσωμε ἔτσι τὸν ἑαυτό μας, δίκαια θ’ ἀκούσωμε ὁ καθένας μας ἀπ’ αὐτοὺς ἐκεῖνα τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἁμαρτωλό. Πῶς τολμᾶς νὰ φέρνης στὴ μνήμη σου καὶ νὰ ἀναφέρης μὲ τὴ γλῶσσα σου ἀκόμα κι αὐτὰ τὰ ὀνόματα τῶν ἁγίων καὶ νὰ διηγῆσαι τὴ συμπεριφορά τους γεμάτη ἀπὸ κάθε ἀρετὴ καὶ καθαρότητα. Ἐνῶ ἐσὺ ἐμίσησες τὸν ἐνάρετο βίο καὶ πέταξες μακρυά σου τὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος. Ἄν ἔβλεπες κλέφτη, τὸν βοηθοῦσες καὶ ἔπαιρνες τὸ μερίδιο μὲ τὸ μοιχό. Τὸ στόμα σου ξεχείλισε ἀπὸ κακία κι ἡ γλῶσσα ὕφανε δολιότητες. Καθόσουν κάπου καὶ καταλαλοῦσες τὸν ἀδελφό σου, ἔστηνες παγίδα στὸν γιὸ τῆς μητέρας σου. Ἀπὸ τέτοια στόματα, ἀδελφοί μου, οὔτε ὁ Θεὸς οὔτε οἱ ἅγιοί του δέχονται ὕμνο. Ἄν καθένας ἀπὸ μᾶς, ἄν ἀγγίξη κάτι ἀκάθαρτο μὲ τὸ χέρι του, δὲ θέλη νὰ τὸ χρησιμοποιήση, ἄν δὲν τὸ πλύνη πρῶτα, πῶς ὁ Θεὸς θὰ δεχτῆ ὅ,τι προσφέρωμε ἀπὸ σῶμα καὶ στόμα ἀκάθαρτα, ἄν δὲν καθαρίσωμε πρῶτα τὸν ἑαυτό μας; Πολὺ πιὸ σχαμένη ἀπὸ τὴν ἀκαθαρσία ἡ ἁμαρτία, ὁ δόλος, τὸ ψεῦδος, ὁ φθόνος, τὸ μῖσος, ἡ πλεονεξία, ἡ προδοσία, οἱ αἰσχροὶ διαλογισμοὶ καὶ λόγοι καὶ οἱ ἀκαθάρατες πράξεις ποὺ τὰ ἀκολουθοῦν. Καὶ πῶς καθαρίζεται πάλι ἐκεῖνος ποὺ πέφτει σ’ αὐτά; Μὲ τὴ μετάνοια, τὴν ἐξομολόγηση, τὴν ἀγαθοεργία, μὲ τὴ συνεχῆ δέηση πρὸς τὸ Θεό.