Το δεύτερο γεγονός είναι ο Ιερός Νιπτήρας, στον οποίο ο Ιησούς έπλυνε τα πόδια των 12 μαθητών Του, δείχνοντας την ταπείνωσή Του. Μετά τη νίψη των ποδιών λέγει: «όποιος θέλει να είναι πρώτος, να είναι τελευταίος απ’ όλους». Πρώτα πήγε στον Ιούδα και μετά στον Πέτρο, ο οποίος ήταν ο πιο ορμητικός απ’ όλους και στην αρχή σταματάει το Διδάσκαλο, αλλά ύστερα όταν τον έλεγξε, υποχωρεί με τη καρδιά του. Ο Ιησούς Χριστός με την πράξη Του αυτή, διδάσκει την πραγματική ταπείνωση που πρέπει να διέπει τον κάθε χριστιανό. Και ταπείνωση σημαίνει υπαρξιακή αναγνώριση της αμαρτωλότητας μου.
==============
Το τρίτο γεγονός είναι η υπερφυής προσευχή, η προσευχή του Ιησού προς τον Θεό Πατέρα μετά τον Μυστικό Δείπνο και λίγο πριν την σύλληψή Του. Μετά το δείπνο βγήκαν όλοι στο όρος των Ελαιών, όπου ο Χριστός τους δίδαξε τα ανήκουστα και τελευταία μαθήματα και αρχίζει να λυπάται και να ανυπομονεί. Αναχωρεί μόνος Του, γονατίζει και προσεύχεται εκτενώς. Από την πολλή αγωνία, ο ιδρώτας Του γίνεται σαν σταγόνες πηχτού αίματος, οι οποίες έπεφταν στη γη. Μόλις συμπληρώνει την εναγώνια εκείνη προσευχή, φθάνει ο Ιούδας με ένοπλους στρατιώτες και πολύ όχλο και αφού χαιρετάει και φιλάει πονηρά το δάσκαλό Του, Τον παραδίδει.
==============
Το τέταρτο γεγονός είναι η προδοσία του Ιούδα, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την σύλληψη του Ιησού. Αφού συνέλαβαν τον Ιησού, τον έφεραν δεμένο στην αυλή του Άννα αρχιερέως [3], ο οποίος ήταν πεθερός του Καιάφα. Συγκεντρώθηκαν όλοι εκεί οι ενάντιοι του Ιησού «οι δε κρατήσαντες τον Ιησούν απήγαγον προς Καιάφαν τον αρχιερέα, όπου οι γραμματείς και οι πρεσβύτεροι συνήχθησαν [4]». Το πρωινό ο Καιάφας [5] απέστειλε τον Ιησού στον Πιλάτο.
Ο Ιερός Χρυσόστομος δέχεται ότι ο Ιούδας «ηγάπησεν μάλλον τον χρυσόν η τον Χριστόν και γέγονε περί τους μισθωσαμένους εύνους τε και πιστός [6]». Πυρώθηκε, συμπληρώνει από το πάθος της φιλαργυρίας «τό δεινόν τούτο θηρίον καί κοινόν τής οικουμένης εχθρόν» και ενώ καθημερινά «συνήν εκείνω», συναναστρεφόταν δηλαδή τον Ιησού παρά του οποίου «επαιδεύετο δι᾿ έργων, διά λόγων, μη χρυσίον έχειν και όμως ουκ εσωφρονίσθη». Και όχι μόνον αυτό. Αλλά παρ᾿ ότι είδε τον Χριστό να έχει δώσει πολλές αποδείξεις της θεότητος και της δυνάμεώς του, όμως δεν απομακρύνθηκε «από την πονηράν εκείνην έννοιαν».
Τραγική ήταν η κατάληξη του Ιούδα. Σε λίγο χρόνο μετάνοιωσε για την πράξη του, και, πηγαίνοντας προς τους αρχιερείς, «απέστρεψε τά τριάκοντα αργύρια λέγων, ήμαρτον, παραδούς αίμα αθώον. Οι δέ είπον, τι προς ημάς, συ όψει [7]».
Τη αφάτω σου ευσπλαγχνία, Χριστέ ο Θεός ημών, ελέησον ημάς. Αμήν.