Βλαδίμηρος Λόσκυ : “Τα αίτια της πτώσεως της Δύσεως είναι κυρίως και πρωτίστως δογματικά”


…Θα μας προβάλουν ίσως την αντίρρηση, ότι η δογματική έριδα μεταξύ Ανατολής και Δύσεως υπήρξε τυχαία, ότι δεν διεδραμάτισε αποφασιστικό ρόλο, ότι επρόκειτο μάλλον περί δύο διαφορετικών ιστορικών κόσμων, των οποίων ήταν πεπρωμένο συντομότερα ή αργότερα να διαιρεθούν, για να ακολουθήσει ο καθένας τον δικό του δρόμο` ότι η δογματική διαμάχη υπήρξε το πρόσχημα, για να διασπαστεί οριστικά η εκκλησιαστική ενότητα, η οποία στην πραγματικότητα δεν υφίστατο ήδη προ πολλού.
Τέτοιες γνώμες, οι οποίες ακούγονται πολύ συχνά, τόσο στην Ανατολή όσο και στην Δύση, οφείλονται σε διανόηση καθαρά λαϊκή, σε μια γενική συνήθεια να εξετάζεται η ιστορία της Εκκλησίας κατ` εκείνες τις μεθόδους, οι οποίες μειώνουν την θρησκευτική της φύση.
Για τον «ιστορικό» της Εκκλησίας ο θρησκευτικός συντελεστής εξαφανίζεται αντικαθιστάμενος από άλλους, όπως είναι η πάλη των πολιτικών ή κοινωνικών συμφερόντων, ο ρόλος των εθνικών ή των πολιτιστικών συνθηκών, θεωρουμένων ως αποφασιστικών δυνάμεων στη ζωή της Εκκλησίας.
Ένας χριστιανός ιστορικός, αναγνωρίζοντας την σπουδαιότητα αυτών των συνθηκών, δεν μπορεί επ` ουδενί να τις δεχθεί, παρά μόνο ως εξωτερικές σ` αυτό το «είναι» της Εκκλησίας` δεν μπορεί να μην δει την Εκκλησία ως ένα αυτόνομο σώμα, υποταγμένο, όχι σε κάποιον άλλον νόμο, εκτός αυτού του προορισμού του κόσμου.
Αν παρατηρήσουμε με προσοχή το δογματικό θέμα της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος, το οποίο διαίρεσε την Ανατολή και την Δύση, δεν μπορούμε να το εκλάβουμε ως τυχαίο φαινόμενο στην ιστορία της Εκκλησίας. Εξ επόψεως θρησκευτικής είναι η μόνη υπολογίσιμη αιτία στην αλληλουχία των γεγονότων, τα οποία κατέληξαν στην διαίρεση. Αν και ίσως συνετέλεσαν πολλοί παράγοντες, ο δογματικός αυτός προσδιορισμός υπήρξε για τους μεν, όπως και για τους δε, πνευματικός αγώνας, μια ενσυνείδητη λήψη θέσεως στον τομέα της πίστεως.
Εάν φθάνει συχνά κάποιος στο σημείο να μειώνει την σπουδαιότητα του δογματικού γεγονότος, το οποίο διεδραμάτισε αποφασιστικό ρόλο στην μετέπειτα εξέλιξη των δύο παραδόσεων, αυτό οφείλεται σε κάποια αδιαφορία έναντι του δόγματος, το οποίο θεωρείται ως κάποιο είδος εξωτερικό και αφηρημένο. Λέγεται, ότι εκείνο το οποίο υπολογίζεται είναι η πνευματικότητα` η δογματική διαφορά δεν αλλάζει τίποτε. Εν τούτοις, πνευματικότητα και δόγμα, μυστικισμός και θεολογία είναι ενωμένα αδιάσπαστα στη ζωή της Εκκλησίας. Όσον αφορά στην Ανατολική Εκκλησία, όπως έχουμε πει, δεν διακρίνει καθαρά μεταξύ θεολογίας και μυστικισμού, μεταξύ του χώρου της κοινής πίστεως και αυτού της προσωπικής εμπειρίας. Επομένως, αν θέλουμε να μιλήσουμε περί μυστικής θεολογίας της ανατολικής παραδόσεως, δεν θα μπορέσουμε να χειριστούμε το θέμα αλλιώς, παρά εντός των δογματικών πλαισίων της Ορθόδοξης Εκκλησίας.