….Ἡ δηλωμένη ὑπεροχικότητα τοῦ Πέτρου ἀποκτᾶ στὸν Χρυσόστομο ἄλλες διαστάσεις μὲ τὶς πολὺ σαφεῖς παρατηρήσεις τοῦ περὶ ἰσότητας καὶ ὁμοτιμίας μεταξὺ τῶν δώδεκα Ἀποστόλων καὶ τοῦ Παύλου. Ἐξειδικεύει, μάλιστα, τὸν λόγο του, γιὰ νὰ μὴν παρερμηνευτεῖ, ὅτι ὁ Παῦλος ὑπῆρξε «ὁμότιμος» ὄχι μόνο πρὸς τοὺς ἄλλους δύο «προκρίτους», τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη, ἀλλὰ καὶ πρὸς τὸν «κορυφαῖο» Πέτρο. Ἀκόμα σημαντικότερο εἶναι ὅτι διακρίνει μεταξὺ ὁμοτιμίας (ἰσότητας) καὶ «ἀξίας». Ἡ ἀξία τοῦ κάθε ἀποστόλου εἶναι προφανῶς ἀνάλογη μὲ τὴν πνευματική του ἑτοιμότητα, ἐνῶ ἡ τιμὴ εἶναι μία, κοινή. Ἄρα τὴν ὑπεροχικότητα τοῦ Πέτρου ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος δὲν τὴν συνδέει μὲ θεολογικὸ βάθος, ἀλλὰ μὲ τὸν αὐθορμητισμὸ τοῦ χαρακτήρα τοῦ Πέτρου καὶ τὴν ἀνάγκη νὰ τὸν ἀποκαταστήσει ὁ Κύριος στὸ ἀποστολικὸ ἀξίωμα. «…δείκνυσι (= ὁ Παῦλος) αὐτοῖς ὁμότιμον ὄντα, λοιπόν, καὶ οὐ τοῖς ἄλλοις (Ἰωάννη καὶ Ἰακώβω) ἑαυτόν, ἀλλὰ τῷ κορυφαίω συγκρίνει, δεικνὺς ὅτι τῆς αὐτῆς ἕκαστος ἀπέλαυεν ἀξίας» (Εἰς Γαλ. Β’ 3: PG 61,638).
Ἡ ἰσότητα μεταξὺ τῶν Ἀποστόλων δὲν ἀφορᾶ τὴν κατάστασή τους στὴν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ἐκεῖ ἕκαστος θὰ ἔχει τὴν «ἀξία» του. Ἀφορᾶ τὸν καιρὸ τῆς δράσεώς τους στὴν γῆ. Ἀπόδειξη ἡ συμπεριφορὰ τοῦ Παύλου ἔναντι τοῦ Πέτρου. Ὁ πρῶτος, μετὰ τὶς θαυμαστὲς ἐπιτυχίες τοῦ τριῶν χρόνων ἱεραποστολῆς, ἐπισκέπτεται στὰ Ἱεροσόλυμα τὸν Πέτρο, «ὡς πρὸς μείζονα καὶ πρεσβύτερον». Ὅσα ὁ Χρυσόστομος λέγει γιὰ τὴν ἐπίσκεψη αὐτὴ ἐνέχουν τεράστια σημασία. Ἐξηγεῖ ὅτι ὁ Παῦλος ὄχι μόνο δὲν ἦταν κατώτερος τοῦ Πέτρου, ἀλλὰ τὸ λιγότερο ἦταν «ἰσότιμός» του. Ὁ Παῦλος δὲν ταξίδεψε γιὰ νὰ μάθει κάτι ἢ νὰ διορθωθεῖ σὲ κάτι ἀπὸ τὸν Πέτρο, τὸν ὁποῖο ἄλλωστε σὲ ἄλλη περίπτωση ἤλεγξε. Ταξίδευμε «διὰ τοῦτο μόνον»: ἀπὸ «φιλίαν σφοδροτάτην καὶ ἀγάπην» πρὸς τὸν Πέτρο, τὸν ὁποῖο ἀκόμα ἤθελε νὰ τιμήσει («τιμῆσαι») μὲ τὴν παρουσία του, καὶ νὰ τοῦ δείξει ὅτι τὸν θεωρεῖ «μείζονα καὶ πρεσβύτερον». Τέλος, ἡ ἐπίσκεψη τοῦ Παύλου μετὰ ἀπὸ τόσα «κατορθώματα» στὸν «ἰσότιμό» του Πέτρο, ἀπὸ τὸν ὁποῖο δὲν περίμενε νὰ διδαχθεῖ ἢ νὰ διορθωθεῖ, ὀφείλεται στὴν ταπεινοφροσύνη του καὶ στὴν ἐξιστόρηση ὅσων πέτυχε στὴν περιοδεία του.
«Τί ταύτης ταπεινοφρονέστερον γένοιτ’ ἂν τῆς ψυχῆς (=τοῦ Παύλου); Μετὰ τοσαῦτα καὶ τοιαῦτα κατορθώματα, μηδὲν Πέτρου δεόμενος, μηδὲ τῆς ἐκείνου φωνῆς, ἀλλ’ ἰσότιμος ὤν αὐτῷ (πλέον γὰρ οὐδὲν ἐρῶ τέως), ὅμως ἀπέρχεται (εἰς Πέτρον) ὡς πρὸς μείζονα καὶ πρεσβύτερον. Καὶ τῆς ἀποδημίας αὐτῷ τῆς ἐκεῖ γίνεται αἰτία ἡ ἱστορία (=ἡ ἐξιστόρηση) Πέτρου μόνη… τὴν προσήκουσαν ἀπονέμει τιμὴν καὶ οὐ μόνον ἀμείνω ἀλλ’ οὐδὲ ἴσον ἑαυτὸν ἐκείνων εἶναι νομίζει… Ὁ μακάριος (= ὁ Παῦλος, ταξίδεψε στὰ Ἱεροσόλυμα) οὒχ ὡς μαθησόμενος τί παρ’ αὐτοῦ, οὐδὲ διόρθωσιν τινὰ δεξόμενος, ἀλλὰ διὰ τοῦτο μόνον, ὥστε ἰδεῖν αὐτὸν καὶ τιμῆσαι τῇ παρουσία… Τὸ μὲν οὖν δι’ αὐτὸν (=τὸν Πέτρον) ἀποδημῆσαι τιμῆς ἦν πολλῆς. Τὸ δὲ καὶ τοσαύτας ἐπιμεῖναι ἡμέρας (= εἰς Ἱεροσόλυμα) φιλίας καὶ σφοδροτάτης ἀγάπης» (Εἰς Γαλ., κεφ.Α΄ 11: PG 61, 631-2).
Μία τομὴ ἀκόμα στὴ θεολογικὴ σκέψη τοῦ Χρυσοστόμου καὶ θὰ κατανοήσουμε ἀκριβέστερα τὴν σημασία τῆς ὑποσχέσεως τοῦ Κυρίου πρὸς τὸν Πέτρο, ὅτι θὰ τοῦ δώσει «τὰς κλεῖς τῆς βασιλείας» (Ματθ. 16,18). Ἄρα ἔχουμε τὴν ἄποψη τοῦ Χρυσοστόμου γιὰ τὴν ὁμοτιμία τῶν Ἀποστόλων καὶ στὴν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ὄχι μόνον στὸν καιρὸ τῆς ἐπὶ γῆς δράσεώς τους.
Δὲν ἔχει προσεχτεῖ ὅτι ὁ Χρυσόστομος τὸ προνόμιο τοῦ Πέτρου, ποὺ τὸν προϋποθέτει ἡ παράδοση τῶν «κλειδῶν» τῆς Βασιλείας, ἀποτελεῖ ὄχι μόνο καὶ προνόμιο τοῦ Παύλου, ἀλλὰ καὶ ὅλων ὅσων «ἀγάπησαν» στὴν γῆ τὸν Κύριο καὶ τὸ ἔργο του. Ἀκριβέστερα, ὁ Χρυσόστομος φρονεῖ ὅτι ἡ ἀπόδοση στὸν Πέτρο τῶν κλειδῶν τῆς Βασιλείας ταυτίζεται (=τοῦτο δηλῶν ἔλεγε) μὲ τὸν «στέφανον τῆς δικαιοσύνης», ποὺ θὰ «ἀποδώσει ὁ Κύριος» στὸν Παῦλο. Δὲν ἔχει λάβει ἑπομένως μὲ τὴν εἰκόνα τῶν «κλειδῶν» κάποιο ἀπόλυτο προνόμιο σὰν τιμὴ κι ἐξουσία ὁ Πέτρος, ἀφοῦ μάλιστα στὴν συνάφεια τούτη ἐξηγεῖ ὁ Χρυσόστομος ὅτι κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ σταθεῖ «πρῶτος» ἔναντι τοῦ Παύλου. Ἄρα ὀρθὰ μὲ πολλὲς εὐκαιρίες ἐξηγεῖ ὁ Χρυσόστομος ὅτι οἱ ὑποσχέσεις τοῦ Κυρίου στὸν Πέτρο διέβλεπαν στὴν ἀποκατάστασή του στὸ ἀποστολικὸ ἀξίωμα, κάτι γιὰ τὸ ὁποῖο θὰ πρέπει νὰ αἰσθάνονται βέβαιοι καὶ οἱ μελλοντικοὶ πιστοί.
«Καὶ γὰρ Πέτρῳ οὕτω φησίν. Ἐγὼ σοὶ δώσω τὰς κλεῖς τῶν οὐρανῶν:Καὶ ὁ Παῦλος δὲ τοῦτο δηλῶν ἔλεγε.. λοιπόν, ἀπόκειταὶ μοι ὁ τῆς δικαιοσύνης στέφανος, ὅν ἀποδώσει μοι τὸ Κύριος, ὁ δίκαιος κριτής, ἐν ἐκείνη τῇ ἡμέρα. Οὐ μόνον δὲ ἐμοί, ἀλλὰ καὶ πάσι τοῖς ἠγαπηκόσι τὴν ἐπιφάνειαν αὐτοῦ (Β’ Τιμ. 4,8). Ἐπιφάνεια δὲ τοῦ Χριστοῦ γέγονεν. Ὅτι δὲ Παύλου οὐδεὶς πρῶτος στήσεται, παντὶ ποὺ δῆλον» (Εἰς Ματθ., Ὁμιλ. ΞΔ’ 3: PG 58,621).
Εἶναι σαφὲς ἀπ’ ὅλα τὰ παραπάνω ὅτι ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ Ἀπόστολοι ὅλοι συνιστοῦν μέλη τοῦ σώματος τοῦ Κυρίου, ἔχουν κεφαλὴ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο καὶ εἶναι μεταξύ τους «ὁμότιμοι» καὶ «ἰσότιμοι». Γι’ αὐτό, ἄλλωστε, ὁ Παῦλος μπορεῖ νὰ ἐλέγχει τὸν Πέτρο καὶ γι’ αὐτὸ ὁ Πέτρος δὲν ἔκρινε σκόπιμο νὰ ἐπιβάλει ἐξουσιαστικὰ τὶς ἀπόψεις του στὴν Ἀποστολικὴ Σύνοδο, ὅπου τοῦ ἐξηγήθηκε ὅτι σφάλλει. Ἐπιπλέον δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁ Χρυσόστομος πού μὲ τόσες ἀφορμὲς τονίζει τὴν ἐξωτερικὴ ἕνεκα τοῦ αὐθορμητισμοῦ ὑπεροχικότητα τοῦ Πέτρου, δὲν χρησιμοποιεῖ γι’ αὐτὸν τὸν ὄρο «πρωτεῖο» καὶ φυσικὰ δὲν τοῦ τὸν ἀποδίδει. Δὲν λέει καὶ δὲν γράφει ὅτι ὁ «κορυφαῖος τοῦ χοροῦ» τῶν Ἀποστόλων εἶχε πρωτεῖο, μολονότι γνωρίζει τὸν ὅρο καὶ μάλιστα τὸν χρησιμοποιεῖ γιὰ τὸν διάκονο Στέφανο τὸν πρωτομάρτυρα, ποὺ λόγω αὐξημένης πνευματικῆς ἑτοιμότητας εἶναι «πρόκριτος» καὶ τοῦ δόθηκε περισσότερη χάρη, ἂν καὶ ἡ «χειροτονία» τῶν ἑπτὰ διακόνων ἦταν «κοινή».
Μεταξὺ τῶν ἑπτὰ διακόνων ὁ Στέφανος ἦταν «πρόκριτος καὶ τὰ πρωτεῖα εἶχεν. Εἰ γὰρ καὶ ἡ χειροτονία κοινή, ἀλλ’ ὅμως οὗτος ἐπεσπάσατο χάριν πλείονα» (Εἰς Πράξ.Ὁμιλ. ΙΕ’ 1: PG 60,119)…..