Ο Κύριος πολὺ συχνὰ στὰ Εὐαγγέλια μᾶς μιλᾶ γιὰ τὴ «Βασιλεία τοῦ Θεοῦ» ἢ τὴ «Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν». Ὁ ὅρος αὐτὸς μάλιστα κατέχει δεσπόζουσα θέση στὴ διδασκαλία Του. Ποιά εἶναι ὅμως ἡ σημασία του; Κατὰ πρῶτο λόγο, ἡ Ἁγία Γραφὴ μᾶς διδάσκει πὼς ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ θὰ ἐπικρατήσει ὁριστικὰ μετὰ τὸ τέλος τοῦ ἱστορικοῦ χρόνου. Εἶναι συνεπῶς κάτι τὸ ἀναμενόμενο. Ὁ χαρακτήρας της εἶναι «ἐσχατολογικὸς» καὶ ἔχει ἀναμφισβήτητα χρονικὴ διάσταση.
Εἰδικότερα στὰ βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ὀνομάζεται ἡ αἰώνια ζωὴ τῶν δίκαιων ἀνθρώπων κοντὰ στὸ Θεὸ μετὰ τὸ τέλος τοῦ ἱστορικοῦ χρόνου. Σύμφωνα λοιπὸν μὲ τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μετὰ τὸ τέλος τῆς ἱστορίας θὰ γίνει ἡ Ἀνάσταση ὅλων τῶν ἀνθρώπων (νεκρῶν καὶ ζωντανῶν) καὶ ἡ κρίση τους ἀπὸ τὸ Χριστό. Τότε οἱ δίκαιοι ἄνθρωποι, μετέχοντας στὶς ἄκτιστες Ἐνέργειες τῆς Ἁγίας Τριάδος, θὰ γίνουν ὅμοιοι μὲ τὸ Θεὸ (βλπ. Α΄ Ἰωάν. 3,2) καὶ θὰ Ζήσουν κοντά του αἰώνια, ἔξω ἀπὸ τὰ στενὰ ὅρια τοῦ κτιστοῦ χώρου καὶ χρόνου. Οἱ δίκαιοι ἄνθρωποι σὲ ἐκείνη τὴ Ζωὴ θὰ εἶναι ἀπαλλαγμένοι ἀπὸ κάθε μορφὴ δυστυχίας καὶ πόνου, γιατί «…ἐξαλείψει ὁ Θεὸς πᾶν δάκρυον ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν…» (Ἀποκ. 7,17). Βασικὰ γνωρίσματα τῆς Ζωῆς τῶν δίκαιων στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ θὰ εἶναι ἡ ψυχοσωματικὴ ἀθανασία, ἡ ἀπόλυτη εὐτυχία καὶ ἡ τέλεια ἐπικράτηση τῆς ἀγάπης. Ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ οἱ Πατέρες ἀναφερόμενοι σὲ αὐτὴ τὴ Ζωή τονίζουν δύο πράγματα. Πρῶτον ὅτι ἡ ἀνθρώπινη γλώσσα εἶναι ἀδύνατον νὰ περιγράψει τὴν ὀμορφιὰ καὶ τὴ μακαριότητά της, ἀφοῦ τότε οἱ ἄνθρωποι θὰ γνωρίσουν «…ἃ ὀφθαλμός οὐκ εἶδε, καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε, καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἃ ἠτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν Αὐτόν…» (Α΄ Κορ. 2,9) καί δεύτερον ὅτι οἱ ὑλικὲς χαρὲς καὶ ἀπολαύσεις τῆς σημερινῆς ζωῆς εἶναι ἀδύνατον νὰ συγκριθοῦν σὲ μέγεθος καὶ ἀξία μὲ αὐτὲς ποὺ θὰ γνωρίσουν τότε οἱ δίκαιοι, ἀφοῦ κατὰ τὸν γέροντα Ἰωσὴφ τὸν ἡσυχαστή «…τὰ ἐδῶ φαινόμενα ὡραῖα ἐμπρὸς εἰς τὰ ἐκεῖσε εἶναι σκότος καὶ κόλασις…» («Ἔκφρασις μοναχικῆς ἐμπειρίας», ἐπ. ΜΓ΄, ἔκδ. 1979, σελ. 253).
Ταυτόχρονα ὅμως ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι παρούσα καὶ μέσα στὸν ἱστορικὸ χρόνο καὶ συνεπῶς τὰ «ἔσχατα» κατὰ τὴ χριστιανικὴ διδασκαλία δὲν εἶναι μόνο χρονική, ἀλλὰ κυρίως ποιοτικὴ καὶ ὀντολογικὴ κατηγορία. Ἔτσι οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας ἤδη ἀπὸ αὐτὴ τὴ ζωὴ «προγεύονται» τὰ μελλοντικὰ ἀγαθὰ τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν μέσα ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῆς Θεώσεως καὶ τῆς Θεοπτίας, μέσα δηλαδὴ ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῆς ἕνωσής τους μὲ τὸ Θεό. Ἡ μετοχή τους στὶς ἄκτιστες Ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ τοὺς χαρίζει μέσα στὸ πλαίσιο τοῦ ἱστορικοῦ χρόνου κάτι ἀπὸ τὴν ὀντολογικὴ γνώση τῆς ἀθανασίας καὶ τῆς εὐτυχίας ποὺ θὰ ἀποκτήσουν οἱ δίκαιοι ἄνθρωποι στὴν αἰώνια Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ἀναφερόμενος στὴν παρουσία τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ μέσα στὸ πλαίσιο τοῦ ἱστορικοῦ χρόνου, εἶπε γιὰ τοὺs τρεῖς μαθητὲς ποὺ ἦταν παρόντες στὴ Μεταμόρφωσή Του: «…Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὅτι εἰσί τινες τῶν ὧδε ἑστηκότων, οἵτινες οὐ μὴ γεύσονται θανάτου ἕως ἂν ἴδωσι τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυῖαν ἐν δυνάμει…» (Μάρκ. 9,1). Βέβαια ἡ γνώση αὐτὴ στὴν παρούσα ζωὴ δὲν εἶναι πλήρης καὶ τέλεια, γι᾽ αὐτὸ στὴν Ἁγία Γραφή χαρακτηρίζεται ὡς «…ἀρραβών…» τῆς μελλοντικῆς ζωῆς (Ἐφεσ. 1,14), ἐνῶ ἡ ὁριστικὴ ἐπικράτησή της χαρακτηρίζεται ὡς «…γάμος…» (Ἀποκ. 19,7-9). Γράφει χαρακτηριστικὰ γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὅτι: «… βλέπομεν ἄρτι δι’ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι, τότε δὲ πρόσωπον πρὸς πρόσωπον…» (Α΄ Κορ. 13,12). Ἐπίσης ἡ γνώση αὐτὴ στὴν παρούσα ζωὴ δὲν εἶναι μόνιμη καὶ ἀναφαίρετη κατάσταση. Οἱ Ἅγιοι κατὰ τὸ μέτρο τῆς δωρεᾶς τοῦ Θεοῦ προγεύονται σὲ κάποιες στιγμὲς τῆς ἐπίγειας ζωῆς τους τὴν ὀντολογικὴ γνώση τῆς Ἀλήθειας καὶ τῆς Ζωῆς, ἀλλά στὴ συνέχεια ἐπανέρχονται στὴ συνήθη ἀντίληψη τοῦ φυσικοῦ κόσμου. Ὅμως στὴν ἀνέσπερη ἡμέρα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ ἡ ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ Θεὸ δὲν θὰ εἶναι μόνο τελειότερη ὡς πρὸς τὸ βάθος καὶ τὴν ἔνταση τῆς γνώσης, ἀλλὰ καὶ ἀναφαίρετη ὡς πρὸς τὸ μέτρο τῆς «χρονικῆς» της διάρκειας.