Ο όρος «ευθανασία» θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχει δύο σημασίες, οι οποίες, όμως, δεν ταυτίζονται απολύτως.
Σύμφωνα με την πρώτη η ευθανασία σημαίνει τον θάνατο, ο οποίος επέρχεται κάτω από ευχάριστες, ήρεμες και ανώδυνες συνθήκες.(1)
Η δεύτερη σημασία αναφέρεται στον ασθενή, ο οποίος διανύει το τελικό στάδιο θανατηφόρου νόσου,συνοδευόμενης από αφόρητους πόνους. Έχοντας ο άνθρωπος αυτός επίγνωση της καταστάσεώς του και γνωρίζοντας από το ιατρικό προσωπικό τις μελλοντικές προοπτικές, επιζητεί ο ίδιος να επισπευθεί ο θάνατός του, προκειμένου να απαλλαγεί από τον πόνο και τις ταλαιπωρίες.(2)
Η θεολογική, η ηθική, η ιατρική, η νομική και η ψυχολογική διάσταση του σοβαρού αυτού προβλήματος προκάλεσε και προκαλεί αλλεπάλληλες διαμάχες μεταξύ των θεολόγων, φιλοσόφων, νομικών και αυτών των ιδίων των ιατρών.(3)
Εκείνοι, οι οποίοι αντιστέκονται στην σκέψη της ευθανασίας διατείνονται ότι με τον τρόπο αυτό αμφισβητούμε την εγκυρότητα του δικαιώματος στην ζωή, πράγμα το οποίο απολαμβάνει και πρέπει να απολαμβάνει κάθε ανθρώπινο πλάσμα. Ο Λέκτωρ Εφαρμοσμένης Ηθικής του Πανεπιστημίου Αθηνών Ευάγγελος Πρωτοπαπαδάκης υπογραμμίζει: «Η ευθανασία, σε γενικές γραμμές, αποτελεί ολισθηρό έδαφος για την ηθική φιλοσοφία, και ως εκ τούτου, πρέπει να προσέχουμε ιδιαίτερα το κάθε βήμα μας. Διαφορετικά… κινδυνεύουμε να σχετικοποιήσουμε την ηθική αξία της ζωής, να την απογυμνώσουμε από ποιότητες και ιδιότητες που μέχρι σήμερα της αναγνωρίζουμε και που είναι ανεξάρτητες από την συγκυρία».(4)
Υπάρχουν, όμως, και εκείνοι, οι οποίοι είναι υπέρμαχοι της ευθανασίας ως πράξεως διεξόδου για έναν «αξιοπρεπή» θάνατο. Η Ουγγαρέζα φιλόσοφος Άγκνες Χέλερ τονίζει: «Η έννοια της ευθανασίας υποδηλώνει ότι, αν είναι δυνατό να επιλέξουμε ανάμεσα στην παράταση μιας δυστυχισμένης ζωής και σε έναν καλό θάνατο, είναι ηθικά αποδεκτό, ορισμένες φορές να επιλέξουμε το δεύτερο».(5)
Η Ολλανδία είναι η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα, η οποία απεδέχθη την ευθανασία. Ακολούθησε η Αυστραλία. Στην Ολλανδία και την Μ. Βρετανία κερδίζει έδαφος η ιδέα της living will (ή αλλιώς active declarations), δηλαδή μιας διαθήκης ζωής, με την οποία ο ίδιος ο ασθενής παραχωρεί το δικαίωμα στον γιατρό, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, να αφαιρέσει την ζωή του, χωρίς ο γιατρός να διώκεται ποινικά.(6)
Αλλά και στην χώρα μας έχουμε υποστηρικτές της ευθανασίας. Ο καθηγητής της Κοινωνικής Ιατρικής Ιωάννης Τούντας υποστηρίζει το δικαίωμα της ελεύθερης επιλογής, με σεβασμό πάντα προς τους υπόλοιπους κι αναρωτιέται: «Ποιος λόγος υπάρχει να κρατάς έναν άνθρωπο στην ζωή με τεχνητή αναπνοή, όταν δεν υπάρχει ελπίδα αναστροφής της κατάστασης;».(7)
Όλες, όμως, οι απόψεις περί ευθανασίας –για έναν «αξιοπρεπή» θάνατο, όπως χαρακτηριστικά διατείνονται– είναι απογυμνωμένες από την βασική και αιώνια αλήθεια ότι ο άνθρωπος είναι ψυχοσωματική οντότητα. Τα δύο αυτά στοιχεία, η ψυχή και το σώμα, συνιστούν το πρόσωπο, την ανθρώπινη προσωπικότητα. Έτσι ο άνθρωπος είναι προικισμένος από τον Δημιουργό του Θεό με το χάρισμα να υπάρχει με τον ίδιο τρόπο που υπάρχει και ο προσωπικός Τριαδικός Θεός. Στον Δυτικό κόσμο του αθέου ουμανισμού και ατομισμού ταυτίζεταιη ανθρώπινη ύπαρξη με τον βιολογικό οργανισμό του ανθρώπου και τις ποικίλες λειτουργίες του. Για τον λόγο αυτό δεν λαμβάνεται υπόψη ο παράγοντας αθάνατη ψυχή, άρα ούτε η δυνατότητα να επιζεί και να υπάρχει κάτι από τον άνθρωπο μετά τον θάνατο του βιολογικού οργανισμού του. Έτσι η ζωή η ανθρώπινη γίνεται αποδεκτή σαν μια χρησιμοθηρική δυνατότητα, η οποία αντιμετωπίζεται με μηχανικούς σχεδιασμούς θανάτου.(8)
Οι όροι και οι έννοιες ζωή – θάνατος, ψυχή – σώμα, αιωνιότητα, αμαρτία–μετάνοια, πόνος–κάθαρση, οι οποίες έχουν άρρηκτη σχέση με τον όρο ευθανασία είναι τελείως ξένες για τον σημερινό, κυρίως, υλιστή άνθρωπο.(9)
Η ορθόδοξη Εκκλησία και Θεολογία είναι αντίθετες προς την ευθανασία, για τον λόγο ότι αποδέχονται και πιστεύουν στις παραπάνω έννοιες και βασίζουν την ηθική τους σ’ αυτές.
Ο Απόστολος των Εθνών Παύλος γράφει στους Κορινθίους κάτι, το οποίο είναι δύσκολο να γίνει κατανοητό από τον σημερινό υπερφίαλο, τεχνοκράτη και υπερκαταναλωτή άνθρωπο: «Όταν γαρ ασθενώ, τότε δυνατός ειμί».(10)
Ο πόνος για την Ορθόδοξη διδασκαλία είναι ο μεγάλος παιδαγωγός και αποτελεί αιτία βαθειάς μετάνοιας και εσωτερικού καθαρμού της ψυχής. Ο Μ. Βασίλειος, γράφοντας στον Αμφιλόχιο Ικονίου, τονίζει: «Την νόσον ως άθλησιν οι δίκαιοι δέχονται, μεγάλους επί τη υπομονή αναμένοντες τους στεφάνους».(11)
Ο πόνος κάμνει τον άνθρωπο να επιστρέφει στον εαυτό του, να φιλοσοφεί την πρόσκαιρη αυτή ζωή, να ωριμάζει μέσα του η σκέψη για μια αιώνια ζωή και να αναφωνεί μαζί με τον Απόστολο Παύλο: «Όταν γαρ ασθενώ, τότε δυνατός ειμί».(12)
Για τον λόγο αυτό και η επίσημη Εκκλησία της Ελλάδος σε Δελτίο Τύπου, απευθυνόμενη στο πλήρωμα, μεταξύ άλλων υποδεικνύει με έμφαση: «Η Εκκλησία που πιστεύει στην αθανασία της ψυχής, στην ανάσταση του σώματος, στην αιώνια προοπτική και πραγματικότητα, στους πόνους ως «στίγματα του Κυρίου Ιησού εν τω σώματι ημών» (Γαλ. 6, 17), στις δοκιμασίες ως αφορμές και ευκαιρίες σωτηρίας… κάθε θάνατο που αποτελεί αποτέλεσμα ανθρωπίνων αποφάσεων και επιλογών – όσο καλός κι αν ονομάζεται – τον απορρίπτει ως «ύβριν» κατά του Θεού».(13)
Ακόμη πρέπει να κατανοήσουμε ότι η υπομονή του ασθενούς, αλλά και του ιατρού, έχει στήριγμα την αγάπη. Την αγάπη του ασθενούς προς τον Θεό και του ιατρού προς τον συνάνθρωπο. Ουδέποτε η οντολογική αγάπη οδηγεί σε φονική πράξη, γιατί όταν μιλάμε για ευθανασία, ηθικά και νομικά τον φόνο εννοούμε είτε καλυμμένα είτε απροκάλυπτα.
Φαίνεται ότι οι γνώσεις που απέκτησε ο άνθρωπος της εποχής μας δεν άνοιξαν τους ορίζοντες της ψυχής του. Οι έρευνες που έκαμε δεν έσπασαν την σιδερένια πόρτα του ατομισμού, ώστε να έλθει σε άμεση επαφή με τον Δημιουργό του Θεό και τον συνάνθρωπο. Οι αμπαρωμένες καρδιές μας και η ανικανότητά μας να νοιώσουμε την ανάγκη της αγαπητικής κοινωνίας και της προσφοράς γέννησαν την εύκολη και απάνθρωπη λύση της ευθανασίας. Για τους λόγους αυτούς ανεπιφύλακτα είμαστε σε θέση να ομολογήσουμε:
Η ευθανασία είναι η σφραγίδα της αποτυχίας μας. Είναι το πειστήριο της αλλοτρίωσής μας, η οποία αμαύρωσε ή και κατέστρεψε την ταυτότητά μας.
****************************************************************
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1.Liddell-Scott, Μέγα Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης, τ. 2, σελ. 362.
2.Πάπυρος, Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας, τ. 3, σελ. 716.
3.Βλ. Ερευνητική Εργασία των Θ. Δαρδαβέση, Ν. Μοσχόπουλου, Β. Ζάκη, Α. Τσολάκη, Μ. Κυρίτση, «Θέσεις και απόψεις φοιτητών Ιατρικής για την ευθανασία», Ελληνική Ιατρική 2005, 71, 1:69-76.
4.Ευαγγ. Πρωτοπαπαδάκη, «Ευθανασία: Ηθικοί προβληματισμοί», ανακοίνωση στο Φιλοσοφικό Συνέδριο της Διεθνούς Επιστημονικής Εταιρείας Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφία στη Λεμεσό Κύπρου, 30-31 Μαΐου2008,Πρακτικά Συνεδρίου, Λεμεσός 2008, σελ. 78.
5.Παππά Β., «Ευθανασία: Ύβρη κατά του Θεού ή λύτρωση;», χ.χ.ε.,όπως ανακτήθηκε στις 3.11.2010 από http://www.orthodoxy.net/gr/texte/texte_v/pappa_euthanasia_gr.html.
6.«LivingWills», όπως ανακτήθηκε στις 3.11.2010 από http://www.bbc.co.uk/ethics/euthanasia/over-view/livingwills.shtml.
7.Βλ. άρθρο Γ. Ελαφρού, «Το δικαίωμα σε έναν αξιοπρεπή θάνατο», εφ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 21.4.2002.
8.Bλ. Ευαγγ. Πρωτοπαπαδάκη, Η Ευθανασία απένταντι στη σύγχρονη Βιοηθική, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2003, σσ. 63–70. Βλ. επίσης εφ. ΤΑ ΝΕΑ, «Υπέρ της παθητικής ευθανασίας οι Γερμανοί», 25.6.2010.
9.Βλ. Μ. ScottPeck, M.D., Eυθανασία και θνητότητα, Η άρνηση της Ψυχής, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, σελ. 309.
10.Β΄ Κορ. 12, 10. Βλ. και Κολ. 1, 24. Ρωμ. 5, 3-5.
11.Μ. Βασιλείου, επ. 236, ΑμφιλοχίωΕπισκόπω, ΕΠΕ 1, Θεσ/νίκη 1972, σελ. 178. Βλ. και Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος ΙΔ΄, Περί φιλοπτωχίας, PG35, 865C.
12.Β΄Κορ. 12, 10.Βλ. Ιωάννου Χρυσοστόμου, Εις τους Ανδριάντας, Ομ. ΙΣΤ΄, PG49, 167–168.
13.Δελτίο Τύπου της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος με θέμα «Ευθανασία», 14.12.2000.