Σήμερα 9 και αύριο 10 Μαΐου, η Ενορία μας εορτάζει πανηγυρικά την ανακομιδή των ιερών λειψάνων του Αγίου Νικολάου, Επισκόπου Μύρων της Λυκίας του θαυματουργού. Επίκεντρο του εορτασμού θα είναι ο ομώνυμος Ιερός Ναός που ευρίσκεται στον οικισμό των Αλυκών, στην παραλία Κάτω Αχαΐας.
Το πρόγραμμα των ιερών ακολουθιών θα έχει ως εξής:
Δευτέρα 9 Μαΐου, ώρα 7μμ: πανηγυρικός εσπερινός μετ΄αρτοκλασίας και θείου κηρύγματος υπό του πατρός Γερασίμου Δημητροπούλου.
Τρίτη 10 Μαΐου, ώρα 7πμ: πανηγυρική θεία Λειτουργία μετά θείου κηρύγματος του πρωτοπρεσβυτέρου πατρός Απόστολου Δημητρόπουλου.
Τρίτη 10 Μαΐου, ώρα 7μμ: εσπερινός, παράκληση προς τον Άγιο Νικόλαο και λιτάνευση της ιεράς εικόνος Του εις τον συνοικισμό. Των ιερών ακολουθιών θα προεξάρχει ο παν/τος Αρχιμανδρίτης π. Ιωσήφ Μήλιας ο οποίος και θα κηρύξει τον θείον λόγον.

Λίγα λόγια για τον Ιερό Ναό Αγίου Νικολάου της ενορίας μας
Ο νεώτερος οικισμός των Αλυκών, άρχισε να δημιουργείται στα τέλη του 19ου έως τις αρχές του 20ου αιώνος, όταν ο Μιχάλης Καρράς, προερχόμενος από τις Σπέτσες, εγκαταστάθηκε εδώ με την οικογένειά του. Οι απόγονοι του πρώτου οικιστού, θεωρούν ότι η φτώχεια ήταν η κύρια αιτία που έκανε τον πρόγονό τους να εγκαταλείψει τις Σπέτσες. Στην περιοχή εγκαταστάθηκαν, μετά από λίγα χρόνια οι οικογένειες των Γεωργίου Μπιτούνη (από την Ιθάκη), Άγγελου Χαλιώτη (από την Κεφαλλονιά) και Γεωργίου Βουδούρη (από την Καστανιά Φενεού), οι οποίες ενώθηκαν με συγγενικούς δεσμούς με την οικογένεια Καρρά. Οι πρώτοι αυτοί εποικιστές δημιούργησαν πολυμελείς οικογένειες που απετέλεσαν τον πυρήνα του οικισμού. Οι πρώτοι κάτοικοι του οικισμού εκκλησιάζονταν στην Κάτω Αχαΐα. Περιστασιακά στην περιοχή λειτουργούσε και ο Ναός της «Παναγίας της Βλαχέρνας», ιδιοκτησίας Γεωργίου Μάνου. Ο Ναός αυτός υπήρχε ήδη το 1873 μέσα στα κτήματα του Μάνου, όπως φαίνεται από διανεμητήριο συμβόλαιο της οικογενείας και ανακαινίσθηκε στις αρχές του αιώνος μας. Στις αρχές της δεκαετίας του 70 κάτοικοι κάνουν προσπάθειες για την ανέγερση ναού στον οικισμό τους. Συγκεκριμένα τον Μάιο του 1971 ζητούν από τον Μητροπολίτη Πατρών και τη Νομαρχία Αχαΐας την ίδρυση παρεκκλησίου της Ενορίας Κάτω Αχαΐας.
Τελικά ο Ι. Ναός Αγίου Νικολάου άρχισε να κτίζεται στην θέση που βρισκόταν παλαιότερα το τελωνείο αφού το κτίριο εκείνου κατεδαφίστηκε. Οι εργασίες ανέγερσης ολοκληρώθηκαν το 1973 και ο Ναός εγκαινιάσθηκε στις 18-9-197 υπό του Μητροπολίτου Πατρών Νικοδήμου. Σήμερα ο Ιερός Ναός Αγίου Νικολάου Αλυκών, είναι ένας πολύ περιποιημένος Ιερός Ναός ο οποίος εξυπηρετεί τις θρησκευτικές-πνευματικές ανάγκες των μονίμων κατοίκων που ανέρχονται περίπου σε διακόσιους. Τους καλοκαιρινούς μήνες ο πληθυσμός του συνοικισμού υπερδιπλασιάζεται, επειδή πολλοί κάτοικοι των Πατρών αλλά και της ευρύτερης περιοχής, παραθερίζουν στο συνοικισμό των Αλυκών.
Λίγα λόγια για το ἱστορικό τῆς Ἀνακομιδῆς των λειψάνων τοῦ 1087
Κατά τόν Μεγάλο Συναξαριστή, «τό ἱερόν Λείψανον τοῦ Ἁγίου Ἱεράρχου Νικολάου, ἀνακομισθέν κατά τήν περίοδον τῆς Σταυροφορίας, μετηνέχθη ἐκ Μύρων τῆς Λυκίας εἰς τήν Βάρην (Μπάρι) τῆς Ἰταλίας» (Βίκτωρος Ματθαίου, «Ὁ Μέγας Συναξαριστής τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», τ. Μαΐου, σελ. 225).
Ὁ Ἀπ. Τσαφερόπουλος σημειώνει, ὅτι «τό 1087, ἐπί Αὐτοκράτορος Ἀλεξίου τοῦ Κομνηνοῦ (1081–1118), ἡ ἐπαρχία τῆς Λυκίας καί ἡ μητρόπολίς της, τά Μῦρα, δεινοπαθοῦσαν ἀπό τούς Ἀγαρηνούς καί τό τίμιο Λείψανο βρίσκεται σέ ἀνασφάλεια. Γι’ αὐτό οἱ μοναχοί πού διακονοῦν στό προσκύνημα τοῦ Ἁγ. Νικολάου, συναινοῦν στήν πρόταση «ἐμπόρων» ἀπό τό Μπάρι τῆς Ἰταλίας, πού στήν πραγματικότητα ἦταν κληρικοί, νά πραγματοποιήσουν τήν ἀνακομιδή τῶν Λειψάνων καί τήν μετακομιδή στήν πατρίδα τους, ὥσπου νά περάσει ὁ κίνδυνος» (Ἀπ. Τζαφερόπουλου αὐτ., σελ. 17 – 18).
Τήν ἄποψη αὐτή, τῆς ἀνακομιδῆς γιά διάσωση, δέχεται καί ὁ καθηγητής Ἀρ. Πανώτης. «Ἀπό τούς τέσσερεις μοναχούς – γράφει – οἱ δύο συνοδεύουν τό λείψανο στή Δύση, ὡς ἐγγυητές τῆς γνησιότητάς του καί τῶν δικαιωμάτων τους ἐπ’ αὐτοῦ, ἐνῶ οἱ δύο ἄλλοι παρέμειναν στόν προσκυνηματικό ναό, ἕως ὅτου οἱ καιροί ἐπιτρέψουν τήν πλήρη ἐπαναλειτουργία του. Τά τραγικά ὅμως γεγονότα πού ἔφθασαν στήν ἀποκορύφωσή τους τό 1090 – 1091, παράτειναν ἐπ’ ἀόριστον τήν παραμονή τῶν Λειψάνων στό Μπάρι» (Ἐφημερίδα «Ἐκκλησιαστική Ἀλήθεια», φ. 1. 5. 1987).
Κατά τόν Ἃγ. Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη, «ἔγινε ἡ ἀνακομιδή αὕτη μέ τοιοῦτον τρόπον. Εἰς ἕνα Ἱερέα εὐλαβῆ τῆς ρηθείσης πόλεως ἐφάνη ὁ ἅγ. Νικόλαος καθ’ ὕπνον καί λέγει νά ὑπάγει ὁμοῦ μέ τόν Κλῆρον εἰς τά Μῦρα καί παραλαβών ἀπό ἐκεῖ τό Λείψανόν του νά τό φέρει εἰς τήν Μπάρ» (Ἁγ. Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, «Συναξαριστής τῶν Δώδεκα Μηνῶν τοῦ ἑνιαυτοῦ», τ. 2ος, σελ. 161).
Ὁ ἴδιος ὁ Ἃγ. Νικόδημος δικαιολογεῖ τό γεγονός ὡς ἐξῆς: «Εὐδόκησεν ὁ Θεός νά σηκωθῶσιν ἀπό ἐκεῖ τά Ἅγια Λείψανα τοῦ μεγάλου Πατρός ἡμῶν Νικολάου καί νά μεταφερθῶσιν εἰς τήν πολυάνθρωπον πολιτείαν τήν ὀνομαζομένην Μπάρ, ἥτις εὑρίσκεται εἰς τήν Ἰταλίαν, καί διά νά μή μείνωσι τά Λείψανα τοιούτου Ἁγίου ἄτιμα καί ἄδοξα καί διά νά ἀπολαύση καί ἡ Δύσις τά τούτου θαυμάσια, ἥτις ἀκόμη δέν εἶχε πέση εἰς τάς αἱρέσεις καί κακοδοξίας, ἀλλ’ ἦτο Ὀρθόδοξος καί ἡνωμένη μέ τήν Ἀνατολικήν Ἐκκλησίαν».
Ἤδη παρατηρεῖται μία ἱστορική ἀνακρίβεια: Ὁ χρόνος τοῦ γεγονότος, τό 1087, βρίσκεται σαφῶς μετά τό Σχίσμα τοῦ 1054. Συνεπῶς οἱ Δυτικοί δέν εἶναι Ὀρθόδοξοι καί ἑνωμένοι μέ τήν Ἐκκλησία. Δέν μπορεῖ νά γίνει δεκτό –ἑπομένως– ὅτι ὁ Ἃγ. Νικόλαος ἐμφανίσθηκε στούς ἤδη ἀποκομμένους ἀπό τήν Ἐκκλησία Παπικούς καί τούς προέτρεψε νά «μετακομίσουν» τά Λείψανά του. Οὔτε ἐπίσης μπορεῖ νά γίνει ἀποδεκτό, ὅτι οἱ ἐμπερίστατοι– τότε – Βυζαντινοί, δέχθηκαν καί παρέδωσαν τά Λείψανα τοῦ κορυφαίου Ἁγίου. Οἱ μοναχοί –φύλακες ἤ ἐξαπατήθηκαν ἤ ἐξανασκάσθηκαν νά προχωρήσουν στήν ἀνακομιδή. Ὑποθέτουμε, ὅτι συνέβησαν καί τά δύο. Ὁ Μουσουλμανικός κίνδυνος καί ἴσως ἤ μή φιλικές διαθέσεις τῶν Βαριανῶν τούς ἀνάγκασαν νά ἐνδώσουν στίς «προτάσεις» καί οἱ πιθανές διαβεβαιώσεις τους γιά τό προσωρινό τῆς μετακομιδῆς, ἴσως τούς ἐμπόδισαν νά διακρίνουν τίς πραγματικές τους προθέσεις.
Ἰδιαίτερα ἀποκαλυπτική εἶναι ἡ ὁμολογία τῶν ἴδιων τῶν Παπικῶν. Μεταγενέστερα κείμενα ἀντί θείων ὀπτασιῶν καί ἀνακομιδῆς, ἀναφέρονται σέ ληστρική ἐπιδρομή καί κοινή κλοπή. Ἀναφέρουμε δύο χαρακτηριστικά:
Τό «Δελτίο τοῦ Ἁγ. Νικολάου», πού ἐκδίδεται ἀπό τό παράρτημα τῶν Δομινικανῶν τοῦ Μπάρι στήν Ἑλλάδα, γράφει τά ἑξῆς: «Στίς 9 Μαΐου 1087, τρία ἐμπορικά καράβια ἀπό τό Ἰταλικό Μπάρι ἔμπαιναν ξανά στό λιμάνι τους, ὕστερα ἀπό ἕνα ταξείδι στήν Ἀντιόχεια τῆς Κοίλης Συρίας. Ἕνα ἀπό αὐτά ἔφερνε κάποιο «παράξενο φορτίο» πού προκάλεσε τήν συγκίνηση τῆς πόλης πού τό ὑποδέχθηκε μέ ἰδιαίτερο ἐνθουσιασμό καί εἶχε τόν λόγο της. Τό εἶχε παραλάβει ἀπό τά Μῦρα τῆς Μικρασιατικῆς Λυκίας, ὅπου προσέγγισε μαζί μέ τά ἄλλα δύο κατά τήν ἐπιστροφή τους στό Μπάρι. Τό φορτίο αὐτό δέν ἦταν ἄλλο ἀπό τά ἱερά Λείψανα τοῦ Ἁγίου Ἐπισκόπου Μύρων Νικολάου τοῦ Θαυματουργοῦ. Τά εἶχαν ἀρπάξει οἱ ναῦτες τους ἀπό τόν τάφο του, σ’ ἕνα ληστρικό τους ἐγχείρημα κατά τῆς Βασιλικῆς τοῦ Ἁγίου, ὅπου ἀναπαύονταν ἐπί αἰῶνες» (φ. 5, Μαΐου 1989).
Ἀκόμη, οἱ Βενεδικτῖνοι Μοναχοί τοῦ Ἀββαείου τοῦ Ἁγ. Αὐγουστίνου στό Ράμσγκεϊτ τῆς Βρεττανίας, βασιζόμενοι στίς ἐγκυρότερες ἁγιολογικές πηγές, δέχονται ὅτι τά Λείψανα «ἐκλάπησαν ἀπό Ἰταλούς ναυτικούς» (“The Book of the Saints”, 1948, σελ. 441).
Ἐκτός ἀπό τά προηγούμενα, τήν ἀρπαγή ἀποδεικνύουν καί κάποια ἄλλα στοιχεῖα. Στό κείμενο τοῦ Μεγ. Συναξαριστοῦ λ.χ. γράφεται, ὅτι οἱ Βαριανοί «ἀκούσαντες ἐκεῖ (στήν Ἀντιόχεια) ἀπό ἄλλους πραγματευτάς Ἑνετούς, ὅτι καί αὐτοί ἔχουν σκοπό νά μεταβούν εἰς τήν Λυκίαν καί δή είς τήν Μυραίων πόλιν, διά νά λάβουν τά ἱερά Λείψανα τοῦ Ἁγ. Νικολάου, ἔσπευσαν οὗτοι οἱ Βαριανοί νά προλάβουν» («Ὁ Μέγας Συναξαριστής…» αὐτ., σελ. 505).
Βεβαίως, δέν εὐσταθεῖ κἄν ὑποψία, ὅτι ὁ Ἃγ. Νικόλαος ἐμφανίσθηκε καί στούς Ἑνετούς καί τούς προέτρεψε νά λάβουν τά Λείψανά του, ἀλλά μᾶλλον ἐπρόκειτο περί «ἀγῶνος δρόμου» μέ ἔπαθλο τά ἱερά Λείψανα, μεταξύ Ἑνετῶν, Βαριανῶν καί πιθανῶς καί ἄλλων Δυτικῶν.
Ἀκόμη, κραυγαλέα λεπτομέρεια πού ἐποιβεβαιώνει τήν ἀρπαγή εἶναι ἡ ἴδια ἡ λάρνακα τοῦ Ἁγίου. «Ἡ κενή σαρκοφάγος τοῦ Ἁγίου – γράφει ὁ Ἀπ. Τζαφερόπουλος – ἔχει ἕνα ἀρκετά μεγάλο, βίαιο ἄνοιγμα, σέ μία ἀπό τίς ἐπιμήκεις πλευρές… Ὁ κενός τάφος τοῦ Ἁγ. Νικολάου, βρίσκεται παραβιασμένος ἐντός τοῦ ναοῦ του, στά Μῦρα τῆς Λυκίας» (Ἀπ. Τζαφερόπουλου αὐτ., σελ. 19 – 200.
«Ἡ σπουδή τῶν ναυτικῶν – γράφουν οἱ Δομηνικανοί στό «Δελτίο…» – δέν εὐνόησε, ὅπως ἦταν φυσικό, τήν περισυλλογή τῶν Λειψάνων στό ἀκέραιο. Ἡ παρατήρηση αὐτή μπορεῖ νά ἐξηγήσει πῶς βρίσκονται σήμερα στό μουσεῖο τῆς Ἀττάλειας δύο ὀστᾶ τοῦ Ἁγ. Νικολάου» («Δελτίον…», σελ. 9). Τά ὀστᾶ αὐτά εἶναι κατά τόν Τζαφερόπουλο, «κάποια ὑπολείμματα πού στή βιασύνη τους προφανῶς οἱ μοναχοί δέν πρόλαβαν νά περιμαζέψουν κι ἔτσι παρέμειναν στή σαρκοφάγο, γιά νά καταλήξουν μέ τόν καρό ἀξιοθέατο μουσειακό ὑλικό» (Ἀπ. Τζαφερόπουλου αὐτ., σελ. 19 – 20).
Μετά τά προηγούμενα, τά ὁποῖα ἀποδεικνύουν ἐπαρκέστατα τό γεγονός τῆς ἀρπαγῆς τῶν Λειψάνων, τίθεται εὔλογα τό ἐρώτημα, γιατί ἀναφέρεται σέ ὀπτασία καί «εὐδοκία Θεοῦ» ὁ Ἃγ. Νικόδημος. Ἡ ἀπάντηση ὑπάρχει στό κείμενο τοῦ ἰδίου τοῦ Ὁσίου. «Σημειοῦμεν –γράφει – ὅτι τό συναξάριον τοῦτο μετεφράσθη ἐκ τοῦ Σλαβονικοῦ» («Ὁ Μέγας Συναξαριστής…» αὐτ., σελ. 504).
Ἔχουμε τήν γνώμη, ὅτι τό Σλαβονικό συναξάριο πού μετέφρασε ὁ Ἱερός Νικόδημος, εἶναι μετάφραση ἀντίστοιχου Λατινικοῦ (μέ δεδομένη τήν πώληση μέρους τῶν Λειψάνων τοῦ Ἁγ. Νικολάου ἀπό τούς Λατίνους στούς Ὀρθόδοξους Ρώσους καί Ρουμάνους) καί γι’ αὐτό ἀκριβῶς περιέχει τήν προσπάθεια τῶν Λατίνων νά ἐξωραϊσουν τήν ἀρπαγή καί νά τήν ἐμφανίσουν σάν θέλημα τοῦ Θεοῦ καί τοῦ ἁγ. Νικολάου.
Ὁ ἑορτασμός τῆς Ἀνακομιδῆς τοῦ 1087
Μετά τά προηγούμενα τίθεται τό ἐρώτημα: Τόν Μάιο (τήν 9η, 10η καί 20η), ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τιμᾶ μία ἀρπαγή; Εἶναι ἀφορμή ἑορτῆς ἡ ἀρπαγή τῶν Λειψάνων κορυφαίου καί οἰκουμενικά γνωστοῦ καί τιμωμένου Ἁγίου;
Ἔχουμε τήν γνώμη, ὅτι ἡ Ἐκκλησία στήν περίπτωση αὐτή πράγματι τιμᾶ τήν μία καί μοναδική ἀνακομιδή τῶν Λειψάνων τοῦ μεγάλου Ἁγίου Της, ἀνεξαρτήτως τῶν συνθηκῶν κάτω ἀπό τίς ὁποίες ἔγινε. Στήν ὅλη προβληματική τοῦ ζητήματος πρέπει νά ἐντάξουμε ἐπίσης καί κάποιες ἄλλες παραμέτρους, ὅπως:
Ὁ ἑορτασμός τῆς ἀνακομιδῆς εἶχε ἀρχικά τοπικό χαρακτῆρα (στίς παράκτιες περιοχές τῆς νότιας καί δυτικῆς Πελοποννήσου, τά Ἑπτάνησα καί ὅπου γενικά προσέγγισε τό πλοῖο πού μετέφερε τά Λείψανα).
Οἱ Βαριανοί ἐμφανίσθηκαν σάν σωτῆρες τῶν Λειψάνων ἀπό τήν καταστροφική μανία τῶν Μωαμεθανῶν. Σέ ἄλλη περίπτωση δέν μπορεῖ νά δικαιολογηθεῖ ἡ δημόσια ἔκθεση τῶν Λειψάνων (ὅπως λ. χ. στήν Κέρκυρα, ὅπου «προσεκυνήθησαν ὑφ’ ὅλου τοῦ εὐσεβοῦς Κλήρου καί τοῦ λαοῦ»). Αὐτό, βεβαίως, πρέπει νά ἔγινε προηγουμένως καί σέ ἄλλες παράλιες πόλεις τῆς Πελοποννήσου καί τῶν Ἑπτανήσων.
Ὁ Μητροπ. Ζακύνθου Παντελεήμων παρατηρεῖ σχετικά, ὅτι «ἡ Ἀνακομιδή ἤ Μετακομιδή τοῦ 1087 ἑορτάζεται καί σάν Πάροδος ἤ Διέλευσις τοῦ Ἱεροῦ Λειψάνου, τήν 9η Μαΐου στήν Ἀρκαδία καί ἄλλες περιοχές τῆς Πελοποννήσου, τήν 10η στή Ζάκυνθο καί τήν Κεφαλληνία, Ἠλεία καί Ἀχαΐα καί τήν 20η στήν Ἤπειρο, Εὐρυτανία καί Κέρκυρα» («Ἀκολουθία εἰς τήν Πάροδον…», ἔκδοσις Ἱ. Μητροπ. Ζακύνθου, 1980. Βλ. προλεγόμενα Μητροπ. Ζακύνθου Παντελεήμονος).
Ὁ Μητροπ. Ἠλείας Γερμανός δέχεται, ὅτι «ἡ ἑορτή αὕτη ἑορτάζεται εἰς τήν Ἠλείαν τήν 10ην Μαϊου (μία περίπτωσις), τήν 9ην Μαΐου (πέντε περιπτώσεις) καί τήν 8ην Μαϊου (μία περίπτωσις). Εἰδικώτερα διαπιστοῦται, ὅτι ὁ Ἃγ. Νικόλαος Μύρων ἑορτάζεται τήν 9ην Μαϊου εἰς νοτιο-δυτικήν Ἠλείαν, τήν γειτνιάζουσαν – δηλαδή – πρός τήν Μεσσηνίαν καί τήν Ἀρκαδίαν), ἐνῶ τήν 10ην εἰς τήν βόρειο-δυτικήν τοιαύτην (περιοχή Ἀμαλιάδος καί ἁγ. Νικολάου Σπάτα), τήν εὑρισκομένην δηλαδή ἔναντι τῶν νήσων Ζακύνθου καί Κεφαλληνίας. Ἔτσι θεμελιώνεται καί ἡ διαφορετική παράδοσις τοῦ χρόνου ἑορτασμοῦ τῆς ἑορτῆς. Ὅτι, δηλαδή, ἡ ἡμερομηνία τοῦ ἑορτασμοῦ τοπικῶς συσχετίζεται μέ τόν χρόνο διελεύσεως ἤ προσεγγίσεως τοῦ φέροντος τό Ἱερόν Λείψανον πλοίου, ἐκ τῶν ἀκτῶν τῶν περιοχῶν αὐτῶν» (Μητροπ. Ἠλείας Γερμανοῦ αὐτ., σελ. 216).
Τό αὐτό δέχεται καί ὁ Μητροπ. Ζακύνθου Παντελεήμων. «Ἡ ἀνάμνησις –γράφει– τῆς Παρόδου τοῦ Ἱεροῦ Λειψάνου τοῦ Ἁγ. Νικολάου ἑορτάζεται κατά περιοχάς εἰς διαφορετικάς ἡμέρας τοῦ μηνός Μαΐου, ἡ τοιαύτη δέ διαφορά –κατά παράδοσιν εὐσεβῆ– συσχετίζεται μέ τόν χρόνον προσεγγίσεως τοῦ φέροντος τό Ἱερόν Λείψανον πλοίου εἰς τούς διαφόρους τόπους» («Ἀκολουθία εἰς τήν Πάροδον…», σελ. 8).
Μέ τήν εὐκαιρία αὐτή σημειώνεται, ὅτι ἡ παρατήρηση τοῦ Μητροπ. Ἠλείας, ὅτι «εἰς τήν Ἠλείαν δέν τιμᾶται ἡ κυρίως ἑορτή τῆς Ἀνακομιδῆς ἤ Μετακομιδῆς τῶν τιμίων Λειψάνων τοῦ ἁγ. Νικολάου, ἀλλά ἡ Πρόοδος αὐτῶν ἐκ τῶν Μύρων τῆς Λυκίας εἰς τό Μπάρι τῆς Ἰταλίας» («Ἀκολουθία εἰς τήν Πάροδον…», σελ. 9), μᾶλλον ἰσχύει καί γιά τίς λοιπές περιοχές τῆς Δυτικῆς Ἑλλάδος.
Μέ δεδομένο, ὅτι ἡ ἡμερομηνία ἑορτασμοῦ σχετίζεται μέ τήν ἀντίστοιχη διεύλευση τοῦ πλοίου, ἡ μελέτη τῆς τοπικῆς πρός τόν ἅγ. Νικόλαο τιμῆς μπορεῖ νά ὁδηγήσει μᾶλλον ἀσφαλῶς στό ἄν διῆλθε ἤ ὄχι τό πλοῖο ἀπό κάποιες συγκεκριμένες περιοχές. Λαμβάνοντας ὑπ’ ὄψη τίς ἐπιχειρησιακές δυνατότητες τῶν πλοίων τῆς ἐποχῆς ἐκείνης (11ος αἰ.) ὑποθέτουμε, ὅτι ἐκεῖνο πού μετέφερε τά Λείψανα πρέπει νά ἀκολούθησε τήν διαδρομή Μῦρα –Ρόδος– βόρεια Κρήτη – νότια καί δυτική Πελοπόννησος – Ἑπτάνησα – Μπάρι. Σ’ αὐτό ὁδηγούμεθα ἀπό τόν ἀριθμό τῶν πρός τιμήν τοῦ Ἁγ. Νικολάου ἐνοριακῶν ναῶν στίς περιοχές αὐτές (κύριο βοήθημα τά ἐτήσια Δίπτυχα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος): Ρόδος. ὑπάρχουν 5 ναοί, ἐπί συνόλου 74).
Βόρεια Κρήτη: Ὑπάρχει πιθανότητα προσέγγισις τοῦ πλοίου στό Χάνδακα – Ἡράκλειο (13 ναοί ἐπί συνόλου 193) καί στά Χανιά (8 ἐπί 102), ἐνῶ ἡ διαδρομή Κάρπαθος – νότια Κρήτη πρέπει μᾶλλον νά ἀποκλεισθεῖ (Κάρπαθος 0 πρός 20, νότια Κρήτη γενικά 13 ἐπί 345).
Πελοπόννησος: Ὑπάρχει μεγάλη πιθανότητα προσεγγίσεως στά Λακωνικά παράλια (13 ναοί ἐπί 141 στή Μητρόπολη Σπάρτης, 7 ἐπί 101 στή Μητρόπολη Γυθείου). Πιθανή εἶναι ἐπίσης ἡ προσέγγιση στά νότια καί δυτικά παράλια τῆς Μεσσηνίας (16 ναοί ἐπί 222 στή Μητρόπολη Μεσσηνίας, 17 ἐπί 151 στή Μητρόπολη Τριφυλλίας).
Βέβαιη εἶναι ἡ προσέγγιση στά παράλια τῆς Ἠλείας (37 ναοί ἐπί 215 καί ἀκόμη 26 παρεκκλήσια, συνολικά 63. Βλ. Μητροπ. Ἠλείας Γερμανοῦ, «Τά Ναϊκά τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἠλείας καί Ὠλένης», στά Πρακτικά τοῦ Β’ Τοπικοῦ Συνεδρίου Ἠλειακῶν Σπουδῶν, 1989).
Παρά τό γεγονός, ὅτι ἡ μνήμη τοῦ Ἁγ. Νικολάου εἶναι εὑρύτατα διαδεδομένη στήν Ἀχαΐα (14 ναοί ἐπί 170 στή Μητρόπολη Πατρῶν, 16 ἐπί 144 στή Μητρόπολη Καλαβρύτων), ὅπως καί στήν Αἰτωλοακαρνανία (30 ναοί ἐπί 208), εἶναι πιθανό ἡ ἀνάμνηση τοῦ γεγονότος νά μεταφέρθηκε ἀπό τήν Ἠλεία καί τήν Ζάκυνθο, παρά τό πλοῖο νά προσέγγισε στίς περιοχές αὐτές.
Ἑπτάνησα. Τό πλοῖο προσέγγισε στή Ζάκυνθο (12 ναοί ἐπί 60), πιθανῶς καί στήν Κεφαλληνία (18 ναοί ἐπί 87) καί βεβαίως στήν Κέρκυρα (25 ναοί ἐπί 171 κ. ἄ. Μαρτυρίες). Ἡ μεγάλη διάδοση τῆς ἀναμνήσεως τοῦ γεγονότος στήν Ἥπειρο (λ.χ. 17 ναοί ἐπί 102 στή Μητρόπολη Ἄρτας), θά πρέπει μᾶλλον νά μεταδοθεῖ σέ μεταφορά ἀπό τά Ἑπτάνησα.
Πηγή: http://churchsynaxarion.blogspot.gr/
ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙΟ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ